Κόσμος

Reuters-Ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη: Τα προβλήματα «ήρθαν για να μείνουν»

Η Ευρώπη θα πληρώνει για πάντα το τίμημα του να κόψει μια και έξω την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο

Αντιμέτωπη με έναν δύσκολο ενεργειακά χειμώνα είναι η Ευρώπη με τις προσπάθειες τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο να εστιάζουν τόσο στην προστασία των καταναλωτών, όσο και της οικονομίας που “απειλείται” από τον πληθωρισμό, καθώς όπως όλα δείχνουν τα προβλήματα «ήρθαν για να μείνουν».

Οι ενεργειακές κρίσεις προκαλούν, συνήθως, τραύματα που διαρκούν πολλά χρόνια, όπως επισημαίνει η Έλεν Τόμσον στο βιβλίο της “Disorder: Hard Times in the 21st Century “.  Aς πάρουμε ως παράδειγμα την κρίση της διώρυγας του Σουέζ, το 1956, όταν η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ ματαίωσαν την εισβολή τους στην Αίγυπτο, μετά την αντίθεση της Αμερικής. Έτσι, οι ευρωπαϊκές χώρες  ξεκίνησαν να προμηθεύονται υδρογονάνθρακες από τη Σοβιετική Ένωση. Οι συνέπειες της κίνησης αυτής είναι εμφανείς ακόμη και σήμερα.

Ή ας πάρουμε τον πόλεμο στο Γιομ Κιπούρ, το 1973. Ο εν λόγω πόλεμος προκάλεσε μαζικές αυξήσεις τιμών αργού πετρελαίου, τροφοδοτώντας, έτσι, τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, ο οποίος τερματίστηκε μετά από τη σκληρή νομισματική πολιτική και τις τρομερές περιόδους ύφεσης που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν και οι δύο πλευρές του Ατλαντικού, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η εισβολή του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία ίσως να προκαλέσει κάποιο παρόμοιο μακροχρόνιο τραύμα. Η Ευρώπη είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη.

Για τη διαπίστωση του μεγέθους του προβλήματος μια ματιά στους λογαριασμούς ενέργειας, με βάση τις μελλοντικές τιμές του φυσικού αερίου. Οι αναλυτές υπηρεσιών κοινής ωφελείας της Goldman Sachs εκτιμούν ότι οι πελάτες θα πρέπει από το επόμενο έτος να πληρώσουν 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα από ό,τι πέρυσι – ακόμη κι αν οι τιμές περιοριστούν σε επίπεδο που θα εμποδίζει τους παραγωγούς ενέργειας να έχουν πλεονάζοντα κέρδη.

Ποιοι πλήττονται περισσότερο

Όπως είναι φυσικό υπάρχουν κι άλλες περιοχές που θα πληγούν. Η Ιαπωνία βασίζεται στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν τιμολογούνται με βάση την αγορά φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να έρχονται αντιμέτωπες με ιδιαίτερα υψηλές τιμές άνθρακα. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα τα πάνε καλύτερα. Η Αμερική είναι ο μεγάλος νικητής επειδή καλύπτει το κενό που άφησε η Ρωσία, προμηθεύοντας την Ευρώπη με σχιστολιθικό αέριο σε εντυπωσιακές τιμές.

Η Κίνα δεν αποτελεί σημαντικό παραγωγό πετρελαίου και φυσικού αερίου. Είναι, όμως, σε καλύτερη θέση από την Ευρώπη, υποστηρίζει ο Alastair Syme, επικεφαλής στη Citigroup για την έρευνα στον τομέα της ενέργειας. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει περιορίσει τις εισαγωγές φυσικού αερίου και έχει καλύψει το κενό με άνθρακα που εξορύσσεται εντός της χώρας. Επιπλέον, έχει αγοράσει ρωσικό πετρέλαιο με έκπτωση στην τιμή της παγκόσμιας αγοράς. Στο μέλλον, θα μπορέσει να τις γίνουν και μεγαλύτερες εκπτώσεις στο ρωσικό φυσικό αέριο, καθώς το Κρεμλίνο δεν θα έχει άλλους μεγάλους αγοραστές να στραφεί.

Η Ευρώπη θα πληρώνει για πάντα το τίμημα του να κόψει μια και έξω την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, έχοντας αγνοήσει τα προειδοποιητικά σημάδια της εισβολής του Πούτιν στη Γεωργία το 2008 και της προσάρτησης της Κριμαίας το 2014. Η απελπισμένη προσπάθεια εξεύρεσης εναλλακτικών προμηθειών φυσικού αερίου ώθησε τις τιμές σε εξωπραγματικά επίπεδα.

Δεν είναι μόνο οι βραχυπρόθεσμες τιμές που εκτοξεύονται στα ύψη. Η τιμή του φυσικού αερίου, φέτος τον χειμώνα, κυμαίνεται σε περίπου 215 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh), επτά φορές υψηλότερη από πέρσι. Ωστόσο, το φυσικό αέριο για παράδοση, τον επόμενο χειμώνα, εξακολουθεί να κοστίζει κοντά στα 200 ευρώ ανά MWh. Επιπλέον, για να πείσει τους προμηθευτές φυσικού αερίου από, τη Βόρεια Αφρική να αυξήσουν την παραγωγή τους, η Ευρώπη θα πρέπει να δεσμευθεί με μακροχρόνιες συμβάσεις σε υψηλές τιμές, ενώ, παράλληλα, θα πρέπει να κατασκευάσει ακριβούς αγωγούς και άλλες υποδομές.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα επιταχύνουν, φυσικά, την ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας, η οποία, πλέον, αποτελεί μια ακόμη πιο ελκυστική επενδυτική πρόταση. Ωστόσο, καθώς η Αμερική και η Κίνα αυξάνουν επίσης τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η κατασκευή αιολικών πάρκων και πεδίων με φωτοβολταϊκά δεν θα είναι τόσο φθηνή όσο πριν.

Όλα αυτά θα διαβρώσουν την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Η ευρωζώνη, η οποία παλαιότερα είχε μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, σήμερα έχει oδηγηθεί σε έλλειμμα. Οι χαμηλότερες συναλλαγματικές ισοτιμίες μπορούν να αντισταθμίσουν ένα μέρος αυτού του ελλείμματος: το ευρώ και η λίρα έχουν υποχωρήσει κατά 10% και 13%, αντίστοιχα, έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, μέχρι στιγμής τη φετινή χρονιά. Ωστόσο, η υποτίμηση καθιστά την Ευρώπη φτωχότερη και δεν θα σώσει από μόνη της τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως ο χάλυβας, τα χημικά και το χαρτί, οι οποίες έχουν ήδη μειώσει την παραγωγή τους.

Το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε, την περασμένη εβδομάδα, ένα πακέτο σχετικά με το πάγωμα τιμών για τους καταναλωτές για δύο χρόνια, το οποίο οι πιστωτικοί αναλυτές της DBRS Morningstar αναμένουν ότι θα κοστίσει 150 δισεκατομμύρια λίρες, ή περίπου το 6% του εθνικού εισοδήματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξεργάζεται το ενδεχόμενο ενός τεράστιου πακέτου στήριξης.

Ο ρόλος των κυβερνήσεων είναι να δανείζονται για να βοηθήσουν την κοινωνία να ξεπεράσει το ενδεχόμενο κρίσης. Ωστόσο, επιπλέον χρέος συνεπάγεται επιπλέον κόστη. Είτε οι φόροι θα πρέπει να αυξηθούν, είτε οι δαπάνες θα πρέπει να μειωθούν ή το χρέος θα πρέπει να διογκωθεί, εις βάρος πάντα όσων αποταμιεύουν χρήματα.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ήδη υψηλό πληθωρισμό, ενώ τα επιτόκια αυξάνονται. Οι εποχές που οι κυβερνήσεις μπορούσαν να βασίζονται στις κεντρικές τράπεζες για να αγοράζουν το χρέος τους – παρέχοντάς τους ουσιαστικά πιστωτικές κάρτες με μηδενικό επιτόκιο και χωρίς όριο – ανήκουν πια στο παρελθόν. Πράγματι, καθώς οι κυβερνήσεις χαλαρώνουν τη δημοσιονομική τους πολιτική ως απάντηση στην ενεργειακή κρίση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας ενδέχεται να σφίξουν περαιτέρω τη νομισματική πολιτική που ακολουθούν.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο