Η σκηνοθέτιδα της ταινίας, Olivia Newman, έχει επιμεληθεί ιδιαίτερα τις σκηνές που εστιάζουν στο συναίσθημα και τις εκφράσεις των κεντρικών προσώπων κατά τη διάρκεια λογομαχιών που κυριαρχούν. Χαρακτηριστική σκηνή αποτελεί η στιγμή, στην οποία ένα γράμμα της μητέρας της Kaya, οι οποία τους έχει εγκαταλείψει λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του πατέρα τους, φτάνει στα χέρια του ίδιου. Εκείνος το διαβάζει και παρατηρούμε την ένταση και το μίσος στο βλέμμα του. Με έναν αναπτήρα του βάζει αμέσως φωτιά. Τότε, το μικρό κορίτσι παλεύει για να σώσει το γράμμα με κλάματα καθώς τον ικετεύει να της δώσει. Αυτό που κρατά ως φυλαχτό είναι ένα κλειδωμένο βαζάκι, στο οποίο έχει αποθηκεύσει όλες τις στάχτες του.
Σημαντικά είναι τα ηθικά ζητήματα, τα οποία τίθενται στη συγκεκριμένη δραματική ταινία μυστηρίου. Η έννοια της προκατάληψης, της κοινωνικής ιεραρχίας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της νεαρής κοπέλας, στο δικαστήριο όλοι στρέφονται εναντίον της γιατί είναι διαφορετική. Είναι το κορίτσι που έχει μεγαλώσει μόνο στη φύση. Θεωρείται επικίνδυνη, πρόστυχη. Κουβαλάει ένα σκληρό είδος προπατορικού αμαρτήματος για τους ίδιους.
Η πατριαρχία, ο σεξισμός και η διάθεση του ανδρικού φύλου να επιβληθεί στο γυναικείο πρωταγωνιστεί από την αρχή. Αναφερόμενοι στη δεκαετία του ’60, στην οποία εξελίσσεται η ιστορία, παρακολουθούμε ένα κεντρικό μοντέλο άντρα, αλλά και πατέρα που είναι χειριστικός και χρησιμοποιεί σωματική και ψυχολογική βία. Η επιβίωση και η μοναξιά στη φύση αποδεικνύουν ότι όλα είναι εφικτά, αρκεί να το θέλουμε πραγματικά. Περπατώντας ξυπόλιτη και χωρίς αρκετό φαγητό, η Kaya δεν φοβάται και δεν το βάζει κάτω. Έχει αναγκαστεί στη ζωή της να μάθει τι σημαίνει μοναξιά και πειθαρχία. Σε αντιδιαστολή με τα «σκοτεινά» μονοπάτια, προβάλλονται και τα άλλα, τα πιο αισιόδοξα. Αγάπη, έρωτας και ενσυναίσθηση «χτίζουν» τις πιο γερές σχέσεις που θα αντέξουν στο χρόνο.