Επί μακρόν, σε όλη την πορεία σκέψης της εγχώριας αριστεράς και κεντροαριστεράς, ο Φιλελευθερισμός ταυτιζόταν πλήρως με την Δεξιά και με το κράτος της. «Ο Φιλελευθερισμός είναι η πολιτική ιδεολογία της αστικής τάξης», διδάσκει από τις αρχές του εικοστού αιώνα ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς, ερμηνεύοντας αυθεντικά τον πρωτεργάτη Κάρολο και τον πιστό συνοδοιπόρο του Φρήντριχ.
Αλλά και στην οπτική όλων των επιμέρους ρευμάτων σκέψης που γεννοβολούσε η μαρξική θεωρία, ο Φιλελευθερισμός αντιμετωπιζόταν σαν ταξική απειλή για τους οικονομικά υποτελείς, σαν μια δαμόκλειο σπάθη που επικρέμεται απειλητικά πάνω από τις κεφαλές της εργατικής τάξης, και, σε πολιτικό επίπεδο, τα κεντροδεξιά κόμματα ήταν οι πιστοί πολιτικοί εκφραστές των υλικών συμφερόντων και των οικονομικών επιδιώξεων των οικονομικά κυρίαρχων.
Όρος λοιπόν ημαρτημένος, ο Φιλελευθερισμός χρειάστηκε να περιμένει αλλεπάλληλες δεκαετίες έως ότου γίνει, σε έναν πρώτο χρόνο, πολιτικά ανεκτός και, στη συνέχεια, πολιτικά ευπρόσδεκτος από την σοσιαλδημοκρατία, η οποία ολοένα και περισσότερο απογαλακτιζόταν από την ταύτιση των φιλελεύθερων ιδεωδών με την Δεξιά, έναν όρο που, από μόνος του, συνιστούσε πολιτικό έγκλημα καθοσιώσεως στους κόλπους των ποικιλόμορφων μαρξιστών, δηλαδή των ηθικά άφθαρτων «αγωνιστών της Αριστεράς».
Η πρόσληψη αυτή της φιλελεύθερης ιδεολογίας άρχισε να ανατρέπεται από το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα έως σήμερα και, στον καθ’ ημάς πολιτικό βίο, ένα κόμμα, με αξιοσημείωτη κοινωνική απήχηση, αυτοκαθορίστηκε – επιτέλους – ως ρητά σοσιαλδημοκρατικό. Το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη κάλυψε γρήγορα την απόσταση ανάμεσα στην ανελέητη κριτική στους «φιλελέδες» και στην καθολική αποδοχή του σκληρού πυρήνα του φιλελεύθερου κεκτημένου: ατομικά δικαιώματα, οικονομική ελευθερία, διάκριση των εξουσιών, εναλλαγές των κομμάτων στην εξουσία.
Αναμενόμενη ήταν η άμεση αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά, ο οποίος έσπευσε να απαξιώσει την ίδια την σοσιαλδημοκρατία εν γένει – «και τι σημαίνει σοσιαλδημοκρατία;», διερωτήθηκε πριν από ελάχιστους μήνες – και να ταχθεί υπέρ μιας «προοδευτικής διακυβέρνησης», με τον ίδιο Πρωθυπουργό.
Ειδικότερα, στην περίπτωση της πολιτικής μεταστροφής του Νίκου Ανδρουλάκη που, ως Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, θυμήθηκε να ανασύρει από τα χρονοντούλαπα την εξίσωση Φιλελευθερισμού και Δεξιάς και τη συναπτόμενη εξίσωση «Μητσοτάκης = άκαμπτη Δεξιά», οι πολίτες γινόμαστε μάρτυρες σοβαρών πολιτικών ζητημάτων.
Η πρώτη άποψη είναι μία χονδροειδής εξίσωση συντηρητισμού και φιλελευθερισμού, που θυμίζει περισσότερο ιδεολογικό αλαλούμ παρά σοβαρές προγραμματικές καταθέσεις εκ μέρους του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της χώρας. Ο Φιλελευθερισμός δεν συμπίπτει με τον Συντηρητισμό, εμφανίζεται πρώτος στο προσκήνιο της πάλης των πολιτικών ιδεών και εκείνο που θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί είναι ότι μόνον οι φιλελεύθεροι συντηρητικοί εντάσσουν εαυτούς στο χώρο της (δημοκρατικής) Δεξιάς, την οποία «ο λαός δεν ξεχνά».
Δεύτερη, συναφής αντίληψη που ενυπάρχει στο σύνθημα αυτό, είναι ότι η Νέα Δημοκρατία αποτελείται αποκλειστικά από δεξιούς ψηφοφόρους. Η αντίληψη αυτή είναι διπλά προβληματική. Και γιατί ένας πολίτης, που αυτοκαθορίζεται ως πολιτικά δεξιός, φροντίζει για την ομαλή διεξαγωγή του δημοκρατικού παίγνιου, όπως συνέβη για παράδειγμα στις εκλογές του 1981, τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου βροντοφώναζε, περιχαρής, από το προεκλογικό μπαλκόνι, το συμφιλιωτικό «απόψε πεθαίνει η Δεξιά». Και γιατί ο σημερινός Πρόεδρος της ΝΔ δήλωσε και δηλώνει ιδεολογικά φιλελεύθερος και πολιτικά κεντρώος.
Η τρίτη και πιο επικίνδυνη για τον ζωτικό χώρο του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ συναφής αντίληψη έγκειται στο ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης χρησιμοποιεί συνθήματα και εκφράσεις, που μυρίζουν ναφθαλίνη. Το συγκεκριμένο σύνθημα είναι αναμφίβολα παρωχημένο. Απευθύνεται στο συναισθηματικό υπόστρωμα γενεών πεπερασμένων περιόδων.
Και εδώ ακριβώς ελλοχεύει η παγίδα, που έχει τεχνηέντως στηθεί από την Κουμουνδούρου στον σοσιαλδημοκράτη Πρόεδρο. Για την αναγέννηση του ΠΑΣΟΚ ψηφίστηκε στο τιμόνι του κινήματος. Και η στροφή προς την πολεμική ρητορική (war rhetoric) είναι αναχρονιστική και, σε κάθε περίπτωση, τον μετατρέπει από φέρελπι πολιτικό αρχηγό σε απομίμηση του προτύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να προτιμηθεί η απομίμηση από το πρότυπο;