Στη Γερμανία, ο κρατικός μηχανισμός εργάζεται εντατικά, προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως το τρίτο πακέτο μέτρων στήριξης, με δεδομένη την αύξηση της τιμής της ενέργειας και της σύστοιχης οικονομικής κρίσης.
Η δραματική αύξηση των τιμών ενέργειας που έχει επιφέρει “τσουνάμι” στο κόστος ζωής προκαλεί ανασφάλεια στους πολίτες της Γερμανίας, οι οποίοι καλούνται να τα βγάλουν πέρα με τις ίδιες αποδοχές. Εκείνο που κυρίως τους προβληματίζει είναι η εκπνοή τέλος Αυγούστου δύο μέτρων που αποδείχθηκαν επιτυχημένα. Πρόκειται για τη μηνιαία κάρτα αστικών και υπεραστικών μεταφορών 9 ευρώ. Επί τρεις μήνες πάνω από 30 εκ. Γερμανοί μηνιαία μετακινήθηκαν με αυτήν την κάρτα εντός της Γερμανίας, σε σημείο που εκφράστηκε η πρόταση να παραταθεί χρονικά, κάτι που παρέμεινε ως πρόταση. Το άλλο μέτρο ήταν η λεγόμενη “έκπτωση στην αντλία βενζίνης”, δηλαδή η έκπτωση φόρου στα καύσιμα (34 λεπτά για βενζίνη και 17 για ντίζελ), που μετά από αρχικές αστοχίες συγκράτησε την τιμή καυσίμων κάτω από τα 2 ευρώ.
Από 1ης Σεπτεμβρίου λοιπόν ξεκινά μια νέα πραγματικότητα και οι πολίτες στη Γερμανία θέλουν να γνωρίζουν τί άλλο τους επιφυλάσσει το μέλλον. Σε συνέντευξη στη σημερινή Osnabrucker Zeitung ο γενικός γραμματέας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Κέβιν Κίνερτ δείχνει κατανόηση για την «ανυπομονησία» των πολιτών και επαναδιαβεβαιώνει ότι το πακέτο με τα νέα μέτρα θα είναι έτοιμο προς συζήτηση μέσα σε λίγες ημέρες. “Απαιτούνται σημαντικά και στοχευμένα μέτρα ανακούφισης” επισημαίνει στην εφημερίδα, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία σε εκείνους που εξαρτώνται απόλυτα από το αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις τους. “Εάν δοθεί τελικά μια χιλιομετρική αποζημίωση κατ’ αποκοπή ή ένα συγκεκριμένο ποσό, είναι κάτι που θα αποφασιστεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων”. Ο Κέβιν Κίνερτ δίνει και μια νέα διάσταση, που ενδεχομένως να συμπεριληφθεί στο νέο πακέτο, η οποία αφορά όχι μόνο την οικονομική, αλλά και την ψυχολογική πλευρά.
«Μπορούμε επίσης να παρέχουμε περισσότερη ασφάλεια χωρίς να ξοδέψουμε ούτε ένα ευρώ” πρόσθεσε ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. “Ένα μορατόριουμ στις καταγγελίες συμβολαίων ενοικίασης, αποφυγή διακοπών στην παροχή ρεύματος και φυσικού αερίου το χειμώνα, μεγαλύτερη προστασία των ενοικιαστών σε περίπτωση αυξήσεων ενοικίου: Όλα αυτά τα μέτρα δεν κοστίζουν τίποτα στην κυβέρνηση, αλλά θα αφαιρούσαν τουλάχιστον τμήμα των υπαρξιακών ανησυχιών πολλών ανθρώπων», δήλωσε.
Μιλώντας χθες σε πολίτες στo Μαγδεμβούργο, αλλά και σε συνέντευξη στο τηλεοπτικό δημόσιο σταθμό MDR ο καγκελάριος Σολτς είπε ότι στο υπό εξέταση τρίτο πακέτο ελάφρυνσης θα συμπεριληφθούν για πρώτη φορά και οι συνταξιούχοι, που στα δύο προηγούμενα είχαν μείνει εκτός “νυμφώνος”. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τελευταία στατιστικά στοιχεία στη Γερμανία υπάρχουν λίγο πάνω από 21 εκ. συνταξιούχοι. «Έχουμε θέσει ως στόχο μας να διασφαλίσουμε ότι όλοι όσοι χρειάζονται υποστήριξη θα τύχουν υποστήριξης. Εκτός από τις οικογένειες, τους συνταξιούχους και τους φοιτητές, φορολογικές ελαφρύνσεις θα πρέπει να δοθούν και σε όσους βγάζουν χρήματα, αλλά αναγκάζονται να τα υπολογίζουν ακριβώς». Ο Σολτς διαβεβαίωσε τις εταιρείες ότι η βραχυχρόνια εργασία θα παραμείνει ως εργαλείο διαχείρισης κρίσεων. «Η εργασία μικρής διάρκειας μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή τη στιγμή και ο υπουργός Εργασίας έχει ήδη πει ότι θα συνεχίσει να αξιοποιείται», τόνισε ο καγκελάριος. Ο Σολτς διαβεβαίωσε ότι στο τρίτο πακέτο η κυβέρνηση θα κάνει προτάσεις που να αφορούν τους πάντες. “Εργαζόμαστε νυχθημερόν με σκοπό να μετριάσουμε τις επιπτώσεις του πληθωρισμού”.
Και επειδή ο πόλεμος στην Ουκρανία που προκάλεσε την ενεργειακή κρίση συνεχίζεται, το ερώτημα είναι για πόσο καιρό ακόμη ο Γερμανός και ο Ευρωπαίος πολίτης θα αντέχουν το οικονομικό βάρος. Μιλώντας στην ιστοσελίδα της Tagesschau.de ο Ρενέ Ρεπάση, σοσιαλδημοκράτης ευρωβουλευτής και καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Ρότερνταμ, προειδοποίησε ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του πολέμου “θα μας βυθίσουν σε βαθιά οικονομική και κοινωνική ύφεση” ή θα απαιτήσουν πολλά χρήματα από το δημόσιο τομέα για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις. Και ναι μεν η Γερμανία διαθέτει ακόμη ίδιους πόρους, αλλά χώρες όπως η Ισπανία ακόμη και η Γαλλία, έχουν συσσωρεύσει μεγάλο δημοσιονομικό χρέος. Ήδη ορισμένοι ευρωβουλευτές ζητούν ένα επενδυτικό πρόγραμμα της ΕΕ με ανάληψη κοινού χρέους κατά το πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης από την πανδημία για την αντιμετώπιση προβλημάτων στον ενεργειακό εφοδιασμό με επενδύσεις σε νέες παραγωγικές δυνατότητες.