Άποψη

Κράτος δικαίου χωρίς Φιλελευθερισμό;

Ένα από τα πολιτικά λάβαρα που έχει υψώσει ο ΣΥΡΙΖΑ όλο το τελευταίο διάστημα, είναι το κράτος δικαίου

Ένα από τα πολιτικά λάβαρα που έχει υψώσει ο ΣΥΡΙΖΑ όλο το τελευταίο διάστημα, είναι το κράτος δικαίου, με ορισμένους στομφώδεις της Κουμουνδούρου να χρησιμοποιούν τον όρο μονίμως με κεφαλαία τα πρώτα γράμματα των δύο λέξεων και με πομπώδη τρόπο να το συνδέουν με τα «Ανθρώπινα Δικαιώματα», τα οποία «καταστρατηγούνται βάναυσα από το Κράτος της Δεξιάς». Μας είναι, βέβαια, γνωστό ότι, συνήθως. ο στόμφος επιχειρεί να συγκαλύψει σοβαρές θεωρητικές ανεπάρκειες, να παρακάμψει συγκεκριμένες θεσμικές επιταγές, να συσκοτίσει πολιτικές πρακτικές, στο βωμό μιας πολιτικής μηχανικής, η οποία αποστρέφεται το θεμελιώδες κάθε σύγχρονου κράτους δικαίου: τον Φιλελευθερισμό.

Κι όσα «κείμενα στήριξης» και «κείμενα υπογραφών κι αν μελετήσει κάποιος, και όσους λόγους του σημερινού Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και αν ακούσει κάποιος, θα αχθεί στο συμπέρασμα της απουσίας του Φιλελευθερισμού, σε πείσμα της στενής σχέσης αλλητροφοδότησης που αυτός διατηρεί με τη δικαιοκρατική αρχή. Σε πείσμα δηλαδή της ίδιας της πραγματικότητας.

Βέβαια, το κράτος δικαίου είναι πριν από όλα ένας (αυτό)περιορισμός για την ίδια την κρατική εξουσία και τους φορείς της. Είναι, δηλαδή, ένας εξ ορισμού ενοχλητικός θεσμικός περιορισμός για κάθε κυβερνώντα, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού, που βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπος με τον πειρασμό της – μερικής, έστω – κατάχρησης της εξουσίας.

Κι ως αυτοπεριορισμός γεννήθηκε η ιδέα του κράτους δικαίου, αυτός ο εύηχος συνδυασμός δύο λέξεων που, ιδίως σε μαρξιστικούς κύκλους, συνταιριάζει τη θαλπωρή του κράτους με το αίτημα για δικαιοσύνη. Αυτοπεριορισμός της κρατικής εξουσίας, η οποία έχει εκτροχιασθεί σε αστυνομικό κράτος, φαινόμενο ιδιαίτερα εμφανές στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει άδικο να επικαλείται το κράτος δικαίου και να το αντιδιαστέλλει προς το αστυνομικό κράτος. Πράγματι, με βάση τη δικαιοκρατική αρχή, όλα τα όργανα του κράτους οφείλουν να αναπτύσσουν συμπεριφορές συμβατές με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου. Όπως όλοι οι πολίτες, έτσι και οι φορείς της πολιτικής εξουσίας πρέπει να σέβονται έμπρακτα τους ισχύοντες κανόνες δικαίου.

Ωστόσο, αυτή η πρόταση, που μονότονα επαναλαμβάνεται από το πνευματικό επιτελείο της Κουμουνδούρου και τον σημερινό επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι παρωχημένη πολλαπλώς εδώ και δεκαετίες. Διότι δεν νοείται σύγχρονο κράτος δικαίου, που δεν είναι φιλελεύθερο. Οι νόμοι, στους οποίους οφείλουμε να υπακούμε όλοι, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, πρέπει να είναι δημοκρατικοί, ψηφισμένοι από τους εκπροσώπους του εκλογικού σώματος και με βάση τη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία.

Σε αντίθετη περίπτωση, οι πολίτες μένουν έκθετοι στην πολιτική βουλιμία του εκάστοτε κυβερνώντος. Αυτό μπορεί να συμβεί σε μια στρατιωτικού τύπου δικτατορία, όπου οι μη αιρετοί κυβερνώντες «θα υπακούν στους νόμους», που οι ίδιοι όμως θα θεσπίζουν, ανεξάρτητα από την πολιτική θέληση του κοινωνικού σώματος. Αυτό μπορεί, επίσης, να συμβεί σε ένα μαρξιστικής υφής κράτος, όπου η ηγεσία στο κόμμα – κράτος δεν θα λογοδοτεί, σε τελικό βαθμό, παρά στον εαυτό της, αφού η ίδια θα μονοπωλεί και θα ασκεί τη νομοθετική εξουσία.

Επομένως, είτε το ρολόι της Ιστορίας έχει μείνει κολλημένο στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα, αν και αυτό δεν πιθανολογείται εδώ, είτε θα πρέπει να λάβουμε στα σοβαρά την εκπεφρασμένη επιθυμία του Αλ. Τσίπρα για τον έλεγχο «των αρμών της εξουσίας» ή, ακόμη πιο πρόσφατα, τη δημόσια παρέμβαση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την οποία «δεν αρκεί μια απλή εναλλαγή στην εξουσία», αλλά «ένα σχέδιο ανάταξης».

Αυτή η δεύτερη προοπτική είναι και η πιο πιθανή και, σίγουρα, η εκπεφρασμένη από τον αρχηγό της εγχώριας αριστερής radicalité.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο