Κατά έναν παράξενο τρόπο, οι Γέφυρες του Μάντισον είναι η ανάποδη όψη του Πέρα από την Αφρική, ο Κλιντ Ίστγουντ ο αντίποδας του σχεδόν ουτοπικού Ντένις Φιντς του Ρόμπερτ Ρέντφορντ (διότι, αν και επισκέπτης και φύση καλλιτεχνική, είναι παρών και έτοιμος να «φάει τη σφαίρα» για την αγαπημένη, ενώ ο Ρέντφορντ, με φόντο το χρυσό φωτοστέφανο, αναλήφθηκε στους ουρανούς με το που εμφανίστηκε) και το κοινό σημείο των δυο φιλμ, η Μέριλ Στριπ, η γήινη ρομαντική ηρωίδα, η ερωμένη της διπλανής πόρτας, μια γυναίκα με την οποία η Κάρεν Μπλίξεν ίσως δεν καταδεχόταν να ασχοληθεί, καταλαβαίνει για ποιους λόγους αξίζει να απαρνηθείς την ευτυχία (από σεβασμό, και για να μην την καταστρέψεις, τελικά).
Η ευφυΐα του Ίστγουντ είναι πως ικανοποιεί τους θιασώτες μιας ιστορίας αγάπης σε πρώτο επίπεδο, ενώ δεν παύει να θέτει σχεδόν υπαρξιακά ερωτήματα με τρυφερότητα και σπουδή για και πάνω σε ένα είδος που, όπως κάποιος μπορεί εύκολα να διαπιστώσει από τη φιλμογραφία του, ουδέποτε συμπάθησε ιδιαίτερα, και δεν καταπιάστηκε με αυτό. Ανέκαθεν έκανε τις ταινίες που ήθελε και του ταίριαζαν. Εδώ, εμπλουτίζει τις κλασικές συγχορδίες του genre και ξεχύνεται σε αυτοσχεδιαστικούς τόνους, δηλαδή υπογράφει ένα ιδιωματικό και προσωπικό έργο σε modal τεχνοτροπία.
Οι Γέφυρες είναι ένα σινε-jazz άλμπουμ αναμνήσεων, με κομμάτια που καλύπτουν όλα τα θέματα ενός ζευγαριού (ο τσακωμός, η πρώτη συνάντηση, η πλάκα με το λουλούδι, περιμένοντας στη βροχή, με το άχαστο αργό ζουμ στα πρόσωπα), με τη διαφορά πως ο Ρόμπερτ και η Φραντσέσκα είναι μοναχικές καρδιές, άρα δεν χρειάζεται να τους βλέπουμε σφιχταγκαλιασμένους στο ίδιο κάδρο. Αρκεί που νιώθουμε την επαφή τους, πάντα συνυφασμένη με την ανησυχία της απώλειας. Για όλα αυτά, η τεράστια επιτυχία του 1995 είναι μια ανακουφιστική μεθερμήνευση των love stories του συρμού από τις δεκαετίες του ‘40 και του ‘50, γιατί τα επισκέπτεται και τα αποδίδει με φρέσκο μάτι αφαιρώντας τον μελοδραματισμό, εκεί που ο συγγραφέας Γουόλερ κολακεύει το κοινό του, ουσιαστικά υποτιμώντας το.