Την παρέμβαση της Ρωσίας στις εκλογές καταγγέλλει και επίσημα η Ιταλία και, παράλληλα, ενεργοποιείται και το Κοινοβούλιο της Χώρας μέσα από ειδική, θεσμικά κατοχυρωμένη, επιτροπή του για την ποιότητα της Δημοκρατίας.
Συγκεκριμένα, ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Ντίμτρι Μενβέντεφ δήλωσε πριν από ελάχιστες ημέρες ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει «να τιμωρήσουν τις ανόητες κυβερνήσεις τους» αναφορικά με τη στάση των τελευταίων απέναντι στον πόλεμο που έχει κηρύξει η Ρωσική Ομοσπονδία κατά της Ουκρανίας.
Ακολούθησαν, τις τελευταίες τρεις ημέρες που μεσολάβησαν από τη δήλωση του επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας, πλήθος δημοσιευμάτων στον Ιταλικό Τύπο, ηλεκτρονικό και έντυπο, που έκαναν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, λόγο για ρωσική παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα και, ειδικότερα, στην προεκλογική διαδικασία, η οποία κορυφώνεται σε ένα μήνα.
Ο συνασπισμός της Δεξιάς, ο οποίος καταγράφει, στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, ποσοστά μεταξύ 45 – 50%, βρίσκεται στοχοποημένος από το καθεστώς Πούτιν. Οι βολές εκτοξεύονται κυρίως εναντίον της πιθανής νέας Πρωθυπουργού, Τζόρτζια Μελόνι, η οποία κατηγορείται για φιλοδυτικισμό, πρόσδεση στο άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών και στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ από την κριτική δεν διαφεύγει πλέον ούτε και ο Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος έχει εκφράσει απόψεις για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό πρόβλημα που τον κατέτασσαν στην άκρα, εθνικιστική δεξιά.
Πλέον, η Ιταλία δρα και θεσμικά, αφού τον λόγο πήραν το Υπουργείο Εξωτερικών της γειτονικής Χώρας και η ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια της Δημοκρατίας.
Ο Υπουργός Εξωτερικών μίλησε για «παρέμβαση της Ρωσίας στις εκλογές» και η Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια της Δημοκρατίας ενημέρωσε ότι βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα, προκειμένου να διεξαχθούν κατά τρόπο συνταγματικά άψογο οι κρίσιμες εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου.
Σε κάθε περίπτωση, οι παρεμβάσεις του Κρεμλίνου στην πολιτική ζωή της τρίτης οικονομίας της Ευρώπης έχουν προκαλέσει τον έντονο προβληματισμό του κεντροδεξιού συνασπισμού των κομμάτων της Μελόνι, του Σαλβίνι και του Μπερλουσκόνι, ο οποίος διαπιστώνει ότι το καθεστώς Πούτιν δεν επιθυμεί την ανάδειξή του στην εξουσία.