Ήδη έχουμε κλείσει 6 μήνες από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, από την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων, έχουν φέρει σε δεινή θέση τους Ευρωπαίους πολίτες, μιας και είναι αυτοί που “πληρώνουν το τίμημα” της ενεργειακής κρίσης και έχουν δει τις τιμές του φυσικού αερίου να εκτινάσσονται σε σημεία ρεκόρ.
Είναι χαρακτηριστικό πως το εν λόγω καύσιμο είναι οκτώ φορές υψηλότερες από ό,τι πέρυσι το καλοκαίρι και οι έμποροι αναμένουν ελάχιστη ανακούφιση για το επόμενο έτος. Παράλληλα οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου είναι σχεδόν διπλάσιες από τα επίπεδα του Ιανουαρίου 2021. Ως αποτέλεσμα, η αύξηση του κόστους ζωής είναι πλέον ανεξέλεγκτη.
Έως τον Οκτώβριο ένα νοικοκυριό στη Βρετανία μπορεί να πληρώνει πάνω από 3.500 λίρες (4.200 δολάρια) το χρόνο για ενέργεια, τρεις φορές πάνω σε σχέση τον περσινό λογαριασμό, οδηγώντας την Τράπεζα της Αγγλίας σε προειδοποιήσεις ότι ο πληθωρισμός θα ξεπεράσει το 13% πριν από το τέλος του έτους. Οι ετήσιοι ρυθμοί πληθωρισμού των τιμών καταναλωτή είναι ήδη διψήφιοι στις μισές χώρες μέλη της ευρωζώνης.
Δυστυχώς, οι πολιτικοί δεν φαίνεται να διαχειρίζονται την κατάσταση με τον σωστό τρόπο. Για να σταματήσουν την αύξηση των χονδρικών τιμών ενέργειας που μετακυλίεται πλήρως στους λογαριασμούς των καταναλωτών, πολλοί κατέφυγαν σε ανώτατα όρια τιμών και μειώσεις των φόρων ενέργειας. Η Liz Truss, η συντηρητική πολιτικός που διεκδικεί την επόμενη πρωθυπουργία της Βρετανίας, κάνει λόγο για μείωση των φόρων επί της μισθοδοσίας. Όμως τα ανώτατα όρια τιμών δεν συμβάλλουν με τίποτα στη μείωση της χρήσης ενέργειας και οι μειώσεις φόρων δεν θα προστατεύσουν τους φτωχότερους. Καθώς το τέλος της κρίσης δεν διαφαίνεται στο εγγύς μέλλον, είναι καιρός να σκεφτούμε σοβαρά πώς θα ζήσουμε με υψηλότερους λογαριασμούς ενέργειας.
Η φθηνότερη προστασία είναι το εμπόριο φυσικού αερίου μέσω των εθνικών συνόρων, το οποίο, σύμφωνα με τη μοντελοποίηση του ΔΝΤ, θα μπορούσε να μειώσει σχεδόν στο μισό το βάρος στο ΑΕΠ των χωρών που έχουν πληγεί περισσότερο. Στη συνέχεια, εντός των εγχώριων αγορών, τα μηνύματα τιμών διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στη συγκράτηση της ζήτησης και διασφαλίζουν ότι το πολύτιμο φυσικό αέριο θα φτάσει εκεί που το χρειάζονται περισσότερο. Τα ανώτατα όρια στην τιμή του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται από τους ηλεκτροπαραγωγούς, όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία, ή το ανώτατο όριο στους λογαριασμούς των νοικοκυριών, όπως στη Γαλλία, μπορούν να χρησιμεύσουν ως μέτρα έκτακτης ανάγκης όταν το σοκ είναι παροδικό. Εντούτοις, η τρέχουσα έλλειψη είναι πιθανό να γίνει μακροχρόνια. Οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις οφείλουν να προσαρμοστούν.
Το ενθαρρυντικό είναι πως υπάρχουν ενδείξεις ότι οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις μπορούν να ανταποκριθούν στις υψηλές τιμές εξοικονομώντας ενέργεια. Είναι επίσης πιο ανθεκτικοί από ό,τι νομίζουν οι φοβισμένες κυβερνήσεις. Στη Γερμανία οι αγρότες και οι βιομήχανοι εισάγουν περισσότερη αμμωνία και άλλα ενεργοβόρα χημικά προϊόντα, αντί να βασίζονται στις ακριβότερες εγχώριες παραγωγές. Μελέτες δείχνουν ότι, από τα μέσα του 2021, τόσο τα γερμανικά νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις έχουν μειώσει την κατανάλωση φυσικού αερίου.
Μερικές φορές η εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί μέσω των ρυθμίσεων. Οι ισπανικές επιχειρήσεις και τα καταστήματα κλείνουν πλέον όλα τα φώτα τους μετά τις 10 το βράδυ, ενώ τα πρότυπα κλιματισμού για τα δημόσια και εμπορικά κτίρια έχουν οριστεί στους 27°C κατ’ ελάχιστον, ώστε να ενθαρρύνουν τους Ισπανούς να πηγαίνουν για ψώνια με τα κοντομάνικά τους. Ομοίως, οι εταιρείες ενέργειας μπορούν να συμβάλουν στην αλλαγή της συμπεριφοράς ενημερώνοντας τα νοικοκυριά για το ποσό της ενέργειας που καταναλώνουν σε σύγκριση με τους γείτονές τους. Τέτοιες παρεμβάσεις είναι φθηνές (αν και ορισμένες έχουν το μειονέκτημα ότι αποσιωπούν τα μηνύματα τιμών) και μπορούν να βοηθήσουν στην εκτόνωση της εμπρηστικής πολιτικής των υψηλών τιμών. Επηρεάζουν τόσο τους πλούσιους όσο και τους φτωχούς και θεωρούνται δίκαιες.
Παράλληλα, οι κυβερνήσεις οφείλουν να προστατεύσουν τους αδύναμους, ιδίως τους φτωχούς, για τους οποίους οι λογαριασμοί ενέργειας αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών τους. Οι πολιτικοί δεν μπορούν να σταματήσουν τη χειροτέρευση των οικονομιών που πυροδοτείται από την άνοδο των τιμών της ενέργειας, αλλά μπορούν να καθορίσουν το ποιος θα επωμιστεί το κύριο βάρος του σοκ. Η στήριξη, με τη μορφή εκπτώσεων στους λογαριασμούς ενέργειας για τους φτωχότερους, ή ακόμη και η χρηματική βοήθεια (όπως θεσπίστηκε πρόσφατα στην Ιταλία), θα βοηθούσε τους πιο ευάλωτους, ενώ παράλληλα θα ενθάρρυνε τους καταναλωτές να εξοικονομούν ενέργεια όπου μπορούν.