Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, προτείνεται στον νεαρό κυβερνήτη του Αρκάνσας να κατεβεί ως υποψήφιος απέναντι στον Ρόναλντ Ρέιγκαν, αλλά το διαγνωστικό του δεν αποδείχθηκε λανθασμένο και, έτσι, δεν έκαψε πρόωρα το χαρτί του. Οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν ακόμη κοινωνική δυναμική, το όχημά τους δεν είχε ξεμείνει από καύσιμα, αλλά και οι Δημοκρατικοί έπρεπε να φρεσκάρουν τις ιδέες τους, που τους άφηναν εκτός νυμφώνος από το 1968, με ένα διάλειμμα τεσσάρων χρόνων. Ο Κλίντον ενθουσιάζεται από τις ιδέες του μεταρρυθμιστικού κέντρου και του κοινωνικού φιλελευθερισμού, τις οποίες ενσωματώνει σταδιακά και στέρεα στο πρόγραμμά του.
Και αργότερα, μετά την ανάδειξή του στο προεδρικό αξίωμα, ο λόγος του είναι, συχνά, προγραμματικά προικισμένος, με γνώση του φακέλου, γλυτώνοντας έτσι τον σκόπελο του αερολόγου πολιτευτή. Μετατοπίζει το Κόμμα προς το Κέντρο και αυτό αποδεικνύεται εκ των υστέρων ένα ακόμη προτέρημα. Ο Κλίντον δεν μιλάει βαριά, δεν εκφράζεται δύσκαμπτα, ξέρει να ρίχνει νερό ανάμεσα στις πέτρες, διατηρώντας, και με αυτόν τον τρόπο, το μοναδικό επικοινωνιακό του ταλέντο, το οποίο θα μπορούσε να αντιπαραβληθεί μονάχα με εκείνο του Ομπάμα. Ακόμη και σήμερα, βαδίζοντας, συναισθηματικά γεμάτος, στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, ακούει προσεκτικά τον συνομιλητή του, τον κοιτάζει στα μάτια και, ακόμη κι αν διαφωνεί, δεν τον ακυρώνει, αποδεικνύοντας ότι το μέταλλο δε σκούριασε, ωρίμασε περισσότερο. Μια ματιά σε πρόσφατες συνεντεύξεις του θα μπορούσε να σας πείσει.