Το νερό της βροχής της Γης δεν μπορούμε πια να το πίνουμε λόγω της παρουσίας τοξικών χημικών ουσιών που υπερβαίνουν τα συνιστώμενα επίπεδα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη επιστημόνων στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Πρόκειται για μια μελέτη, τα ερευνητικά πορίσματα της οποίας συζητούνται ευρέως στην επιστημονική κοινότητα της Δυτικής Ευρώπης.
«Δεν υπάρχει πουθενά στη Γη κάποιο μέρος, όπου το νερό της βροχής θα ήταν ασφαλές για κατανάλωση, σύμφωνα με τα δεδομένα που χρησιμοποιήσαμε», υποστηρίζει ο Ian Cousins, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Environmental Science and Technology».
Η ομάδα του Δρ. Ian Cousins μελέτησε δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από το 2010 και έδειξε ότι «ακόμη και στην Ανταρκτική ή στο οροπέδιο του Θιβέτ, τα επίπεδα του βρόχινου νερού είναι πάνω από τις προτεινόμενες οδηγίες της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Πολιτειών (=EPA: Environmental Protection Agency)».
Ο καθηγητής Ian Cousins και η ομάδα του αναφέρονται στις υπερφθοριωμένες αλκυλιωμένες ουσίες (=PFAS), οι οποίες περιλαμβάνουν πάνω από 4 700 χημικές ουσίες.
Πιο κοινά γνωστές ως «αιώνια χημικά» επειδή αποσυντίθενται εξαιρετικά αργά, οι PFAS, που αρχικά υπήρχαν σε συσκευασίες καθαριότητας, σαμπουάν ή ακόμα και μακιγιάζ, έχουν εξαπλωθεί στο περιβάλλον μας, συμπεριλαμβανομένου του νερού, αλλά και του αέρα. Μετά την κατάποση, οι PFAS συσσωρεύονται στο σώμα.
Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, η έκθεση στις PFAS μπορεί να έχουν επιπτώσεις στη γονιμότητα και την ανάπτυξη του εμβρύου. Μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε αυξημένους κινδύνους παχυσαρκίας ή ορισμένων μορφών καρκίνου (προστάτη, νεφρά) και αύξηση των επιπέδων χοληστερόλης.
Η EPA μείωσε πρόσφατα το συνιστώμενο όριο PFAS, αφού ανακάλυψε ότι αυτές οι χημικές ουσίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανοσολογική απόκριση στα εμβόλια στα παιδιά, σημειώνει ο Ian Cousins.
Σύμφωνα με τον Ian Cousins, οι PFAS είναι πλέον «τόσο επίμονοι» και πανταχού παρόντες που δεν θα εξαφανιστούν ποτέ από τη Γη.
«Κάναμε τον πλανήτη αφιλόξενο για την ανθρώπινη ζωή, μολύνοντάς τον μη αναστρέψιμα, πράγμα που σημαίνει ότι τίποτα δεν είναι πλέον καθαρό. Και σε σημείο που δεν είναι αρκετά καθαρό για να είμαι σίγουρος», προσθέτει.
«Έχουμε ξεπεράσει ένα πλανητικό όριο», καταλήγει ο I. Cousins, αναφερόμενος σε ένα μοντέλο για την αξιολόγηση της ικανότητας της Γης να απορροφά τον αντίκτυπο της ανθρώπινης δραστηριότητας.