Αδειάζει η κλεψύδρα πλέον ώστε να τελειώσει το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας στην Ελλάδα και να πραγματοποιηθεί η πολυπόθητη “έξοδος”. «Η επίτευξη ενός, ακόμη, μεγάλου εθνικού στόχου είναι γεγονός», τονίζει σε δήλωσή του ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας με αφορμή την έξοδο της χώρας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
«Πριν από λίγες ημέρες, με επιστολή τους προς τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών, ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Valdis Dombrovskis και ο Επίτροπος Οικονομίας Paolo Gentiloni επιβεβαίωσαν την έξοδο της Ελλάδας από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας στις 20 Αυγούστου, επισημαίνοντας ότι η χώρα μας υλοποίησε τον κύριο όγκο των δεσμεύσεων πολιτικής που είχε αναλάβει έναντι του Eurogroup, ότι εφάρμοσε αποτελεσματικά μεταρρυθμίσεις – παρά τις αντίξοες συνθήκες που προκάλεσαν η υγειονομική και, πιο πρόσφατα, η γεωπολιτική κρίση – και ότι, έτσι, ενίσχυσε σημαντικά την ανθεκτικότητα της οικονομίας της.
Σταϊκούρας: Κλείνει ένα δύσκολο κεφάλαιο
Με την εξέλιξη αυτή, μαζί με την πρόωρη εξόφληση των δανείων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, κλείνει – ύστερα από 12 χρόνια – ένα δύσκολο κεφάλαιο για την πατρίδα μας. Η Ελλάδα επιστρέφει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα και παύει να αποτελεί εξαίρεση στην Ευρωζώνη.
Το επίτευγμα αυτό αποτελεί καρπό και αναγνώριση των μεγάλων θυσιών της ελληνικής κοινωνίας, της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης αλλά και ευρύτερα του μεταρρυθμιστικού έργου της.
Ποια τα οφέλη για τη χώρα
Η έξοδος της χώρας από την Ενισχυμένη Εποπτεία έχει πολλαπλά οφέλη:
- Ενισχύει τη θέση της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές.
- Παρέχει πρόσθετη ώθηση στην αναπτυξιακή δυναμική της και στην προσέλκυση επενδύσεων.
- Προσδίδει βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, στο πλαίσιο βέβαια των υφιστάμενων κανόνων που ισχύουν για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη.
- Φέρνει πιο κοντά την επίτευξη και του τελευταίου στόχου που έχουμε θέσει, αυτού της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.
Η ελληνική οικονομία θα αξιολογείται πλέον κάθε εξάμηνο από τους θεσμούς και όχι κάθε τρίμηνο, ενώ η κυβέρνηση καλείται να συνεχίσει τη συνετή δημοσιονομική πολιτική χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τόσο τη μείωση του χρέους όσο και την επίτευξη του στόχου για επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,1%.