Ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε νόμιμο λόγο να διαμαρτυρηθεί, αλλά τώρα βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Το ζήτημα, που προέκυψε με τις παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνομιλιών του προέδρου του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, ήταν πολύ σοβαρό, γιατί είχε να κάνει με τη διάρρηξη του σκληρού πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων και με τη δικαιοκρατική αρχή του πολιτεύματός μας. Κάθε άνθρωπος – ανεξαρτήτως εισοδηματικής κατάστασης, μορφωτικού κεφαλαίου, θέσης εξουσίας – έχει συνταγματικό δικαίωμα στο απόρρητο των τηλεφωνικών επικοινωνιών, πέρα από χυδαίες «μακελοποιήσεις» της κοινής μας ζωής.
Ορθά διαμαρτυρήθηκε ο Νίκος Ανδρουλάκης, όπως ορθά ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποδέχθηκε την παραίτηση του επικεφαλής της ΕΥΠ, του Γενικού Γραμματέα του και, με τη δέουσα ταχύτητα, απευθύνθηκε στους πολίτες, στους οποίους λογοδοτεί πολιτικά. Η παρακολούθηση ήταν, όπως πυκνά διατυπώθηκε, ένα λάθος, ένα ολίσθημα, για το οποίο πολιτικά υπεύθυνος είναι ο Πρωθυπουργός, ο οποίος περιμένει προφανώς πώς θα κινηθεί ο έτερος Κρητικός αρχηγός της πολιτικής μας ζωής στο επόμενο διάστημα.
Κάπου εδώ, αρχίζουν τα δύσκολα για τον «βοσκό», όπως καλοπροαίρετα αποκαλούν οι σύντροφοί του στο ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ τον Ανδρουλάκη, με τη τετράγωνη λογική σκέψη, την ευρωπαϊκή πείρα, τον δυτικισμό, και το κρητικό «τσε». Ο ένας δρόμος είναι ο εύκολος και είναι ελκυστικός ακριβώς λόγω των ευκολιών που παρέχει στον κοινωνικά και πολιτικά νέο Νίκο. Είναι η οδός της Αποκαλύψεως και της σύστοιχης καταγγελτικής ρητορικής, που, αυτάρεσκα, στηλιτεύει σχεδόν καθετί το θεσμικό ως επίπλαστο και ψευδεπίγραφο. Η καταγγελία του κυβερνώντος κόμματος, κατάκριση του αδίστακτου μητσοτακισμού, η στοχοποίηση των mitsotakistas, η χονδροειδής ταύτιση φιλελευθερισμού και δεξιάς, η χρήση απλοϊκών τεχνικών και πολιτικά πρωτόγονων επιχειρημάτων απέναντι σε όσους εργάζονται νυχθημερόν, και πάντα στα σκοτεινά, για την παλινόρθωση του, κουρασμένου και κουραστικού, «φαύλου κράτους της Δεξιάς».
Ο «βοσκός» του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ δεν έχει εθίσει όμως το ακροατήριό του στις ευκολίες, δεν το έχει ζυμώσει με παρελθοντικό αντιδεξισμό, δεν του έχει μιλήσει με όρους διασυρμού ή ακόμη και διαπόμπευσης του πολιτικού αντιπάλου. Ο λόγος του ποιμένα δεν ήταν αχαλίνωτος, δεν τον ενδιέφερε να συγκροτήσει στρατιές αφιλοκερδών αφισοκολλητών και υπάκουων τραμπούκων. Αυτός ο δεύτερος δρόμος αναφέρεται σε βαριά πολικά μεγέθη, στον δυτικισμό, τη σοσιαλδημοκρατία, τον κοινοβουλευτισμό. Μεγέθη, που δεν κουμπώνουν με λογικές πολιτικών ροπαλοφόρων ούτε με το light σοφιστικέ ύφος του Ανδρουλάκη, αλλά μάλλον με προγραμματικές παρεμβάσεις και ουσιαστικές αντιπαραθέσεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στόχευσε, βέβαια, σωστά, μιλώντας για τη βαθιά πολιτική διάσταση του ζητήματος, και έπραξε άριστα, αναλαμβάνοντας τάχιστα τα μερίδια πολιτικής ευθύνης που του αναλογούν
Το πεδίο της αντιπαράθεσης έχει μεταφερθεί πλέον στον σοσιαλδημοκράτη από το Ηράκλειο, ο οποίος είναι, όμως, αντιμέτωπος με τον πειρασμό της μετατροπής του πολιτικού αγώνα σε ρινγκ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο επίπεδο των πολιτικών εκτροχιασμών και στον εναπομείναντα, περιορισμένο χώρο των νοσταλγών δημοκρατιών τύπου Καντάφι, που στεγάζονται ακόμη στο ΠΑΣΟΚ. Αλλά αυτούς δεν τους γοήτευσε ποτέ. Θα ήταν αυτοαναίρεση, λοιπόν, να το ρισκάρει τώρα.