Δεν είναι λίγα τα κράτη που έχουν ζητήσει οικονομική βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από τότε που οι κρίσεις υγείας, τροφίμων και ενέργειας έχουν συσσωρευτεί και έχουν υπονομεύσει τα δημόσια οικονομικά. Το ΔΝΤ καλείται ουσιαστικά να ανοίξει το πορτοφόλι του για να βοηθήσει χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες και που δεν επιθυμούν να γίνουν «δορυφόροι» της ολοκληρωτικής Κίνας.
Η αρχική ρίζα αυτής της θεαματικής επανόδου του ΔΝΤ θα πρέπει να αναζητηθεί στην ενεργειακή και οικονομική κρίση που προκάλεσε η ρωσική στρατιωτική εισβολή στο έδαφος της Ουκρανίας. Αυτό το μείζον γεγονός προκάλεσε κατά βάση την επανάκαμψη του ΔΝΤ στη διεθνή οικονομική ζωή.
Και δεν είναι λίγα τα εθνικά κράτη που ζητούν την αρωγή του Ταμείου. Εκτός από την Ουκρανία, συναντάμε την Τυνησία, την Αίγυπτο, την Γκανά, την Τανζανία, το Καμερούν, μέχρι και το Πακιστάν. Οι ομάδες των εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ φόρεσαν και πάλι τις στολές του πυροσβέστη τους τελευταίους μήνες και, ήδη, το ΔΝΤ έχει δανείσει 250 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η επιστροφή του ΔΝΤ στη κεντρική σκηνή της διεθνούς οικονομικής ζωής προκαλεί έκπληξη, καθώς ο θεσμός κατακλύζεται από κριτικές, ιδίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Πρόκειται κυρίως για τη μεσογειακή Ευρώπη, όπου οι κανόνες που έθεσε το ΔΝΤ για τους Έλληνες, τους Πορτογάλους και τους Ισπανούς για να αποκαταστήσουν τα δημόσια οικονομικά τους έχουν αφήσει μια πικρή γεύση στους λαούς και στο πολιτικό προσωπικό των χωρών αυτών.
Εντούτοις, αυτή η επιστροφή του ΔΝΤ δεν αποτελεί καρπό μιας ατυχούς ή κακής δημοσιονομικής διαχείρισης. Ο φόβος της Κίνας καιροφυλακτεί και τρομάζει τις προαναφερόμενες χώρες. Καμία χώρα από αυτές δεν θέλει να περάσει υπό άτυπη κινεζική ομηρεία και, προοπτικά, να ριχτεί στην αγκαλιά της. Ο λόγος δεν είναι, όπως οι ίδιες οι πολιτικές ελίτ ισχυρίζονται, οικονομικός, αλλά κυρίως πολιτικός: Πρόκειται για το φόβο του πολιτικού ολοκληρωτισμού, της καταδυνάστευσης κάθε αντιπολιτευτικής πολιτικής δύναμης.