Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι εκεί που «ήταν στραβό το κλίμα» ήρθε και η διαχείριση της καταγγελίας για απόπειρα παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη, οδηγώντας την κατάσταση στο…μη περαιτέρω. Ο λόγος γίνεται για τις σχέσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, οι οποίες το τελευταίο διάστημα… ξεπερνώντας τα σαράντα κύματα, έφτασαν στο… τεσσαρακοστό πρώτο!
Η συγκυρία
Για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε αιτία, αλλά ούτε και αφορμή ήταν η υπόθεση της μηνυτήριας αναφοράς Ανδρουλάκη για να επέλθει επίσημη διάρρηξη στις σχέσεις των δυο κομμάτων. Και μάλιστα, στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν να λένε ότι –τουλάχιστον μέχρι σήμερα- η «εργαλειοποίηση» της απόπειρας παρακολούθησης γίνεται περισσότερο από στελέχη του ΠΑΣΟΚ, παρά από τον ίδιο τον Πρόεδρό του.
Βεβαίως, στο ΠΑΣΟΚ –κάτι που δεν ενδιαφέρει την Κυβέρνηση να συνυπολογίσει- έχουν να αντιμετωπίσουν και το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τους πήρε όλη την πολιτική-επικοινωνιακή πρωτοβουλία διαχείρισης της καταγγελίας για απόπειρα υποκλοπής, τόσο που ο πραγματικός πρωταγωνιστής να φαντάζει κομπάρσος. Κι ακριβώς αυτή η «σύμπλευση», «ταύτιση» ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ είναι η ουσία, τόσο της επιθετικής ρητορικής της ΝΔ, όσο και της κυβερνητικής αντίδρασης.
Όπως όλα δείχνουν, στο Μέγαρο Μαξίμου αποφάσισαν ότι αυτή είναι η ώρα για να πιέσουν το ΠΑΣΟΚ εξαπολύοντας επίθεση, με κύριο πολιορκητικό κριό το επιχείρημα ότι «ΠΑΣΟΚ και Ανδρουλάκης αποφάσισαν να γίνουν παρακολούθημα του ΣΥΡΙΖΑ».
Υπάρχουν τέσσερεις συγκεκριμένες αφορμές γι’ αυτήν την κυβερνητική αντίδραση. Όμως υπάρχουν και βαθιές πολιτικές αιτίες, που ίσως εξηγούν πληρέστερα την απόφαση για σύγκρουση, αλλά και προδιαγράφουν τις πολιτικές εξελίξεις.
Πολιτικές αιτίες
Κλείνοντας το θέμα των πρόωρων εκλογών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπρεπε να κλείσει και το θέμα των μετεκλογικών συνεργασιών, πολλώ δε μάλλον αφού εισερχόμεθα σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Και μια συζήτηση που θα σερνόταν για τόσο καιρό για πιθανή συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, μόνο καλό δεν θα έκανε στη συσπείρωση της ΝΔ, αλλά και στην εκλογική της ετοιμότητα. Με ανοιχτό ένα τέτοιο θέμα δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να βρει ανταπόκριση στην κοινωνία το δίλημμα της αυτοδυναμίας, μέσα από το σύνθημα της «Αυτοδύναμης Ελλάδας». Έπρεπε λοιπόν ο Πρωθυπουργός να θέσει ξεκάθαρα όρια στους κομματικούς χώρους, χωρίς παράλληλα να κλείνει την πόρτα στις ευρύτερες συνεργασίες με μεμονωμένα πρόσωπα, όπως άλλωστε ήδη έχει κάνει συγκροτώντας το επιτελείο και την Κυβέρνησή του.
Παράλληλα, υπάρχουν και τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Τα οποία τι δείχνουν; Ότι το ΠΑΣΟΚ μετά από μια περίοδο δημοσκοπικής ανθοφορίας έχει αρχίσει να εισέρχεται στο «φθινόπωρο» με τα ποσοστά να… «φυλλοροούν». Την ίδια στιγμή, οι αναλύσεις των μετακινήσεων προς ΠΑΣΟΚ δείχνουν ότι προσελκύει σχεδόν 5,5 από τους ψηφοφόρους ΝΔ το 2019, έναντι 8,6% της αντίστοιχης διαρροής από ΣΥΡΙΖΑ. (σ.σ: στοιχεία από τις τάσεις MRB, Ιούλιος 2022). Ενώ σε ό,τι αφορά στην αδιευκρίνιστη ψήφο η αναλογία είναι 1 προς 2 σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή, από τους τρείς ψηφοφόρους που δηλώνουν ότι δεν ξέρουν τι θα πράξουν, οι δυο προέρχονται από το ΣΥΡΙΖΑ και ο ένας από τη ΝΔ.
Φαντάζει λογικό, μιας και το ΠΑΣΟΚ αρχίζει να «πέφτει», η ΝΔ να ασκήσει περαιτέρω πίεση, αφενός για να επαναπατρίσει τους πιο πάνω ψηφοφόρους που την επέλεξαν το 2019. Ταυτόχρονα, θέλει να επιδιώξει να προσελκύσει και άλλους κεντρογενείς που δηλώνουν ότι δεν θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ και αναζητούν προοπτική. Πολλώ δε μάλλον όταν η κυβερνητική πολιτική δείχνει να βρίσκει απήχηση σε ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ (όπως δείχνουν οι μετρήσεις).
Οι πραγματικές αφορμές.
Κι αν όλες αυτές είναι αιτίες, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν από μόνες τους θρυαλλίδα για να στραφεί η ΝΔ κατά του ΠΑΣΟΚ.
Υπήρξαν λοιπόν τέσσερα περιστατικά τα οποία σήμαναν συναγερμό στη ΝΔ:
- Η «εργαλειοποίηση» της καταγγελίας Ανδρουλάκη: Όπως είπαμε, οι συνεργάτες του Πρωθυπουργού δεν επικρίνουν τόσο ευθέως τον Νίκο Ανδρουλάκη όσο τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό γιατί, θεωρούν στο Μέγαρο Μαξίμου ότι «η κυβέρνηση είπε από την πρώτη στιγμή ότι θα διερευνηθεί υπόθεση, η Δικαιοσύνη επιβάλλεται να κάνει τη δουλειά της και κάθε αρμόδια αρχή να συνδράμει». Παράλληλα, όπως σημειώνουν ο ίδιος Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε με τον Πρόεδρο της Βουλής ζητώντας την, κατά το ταχύτερο δυνατό, συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας-κάτι που έγινε την Παρασκευή. Συνεργάτες του Πρωθυπουργού επικρίνοντας τις απόψεις στελεχών του ΠΑΣΟΚ κάνουν λόγο για «μία επιχειρηματολογία η οποία αφήνει υπονοούμενα παρόμοια με αυτά που εργολαβικά είχε αναπτύξει ο ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο διάστημα. Πλήρως ακολουθούν αυτή τη λογική».
- Φωτιές: Η στάση του ΠΑΣΟΚ και οι ασυνήθιστα υψηλοί τόνοι που χρησιμοποιήθηκαν στις επιθέσεις κατά της κυβέρνησης αξιολογήθηκαν από την Κυβέρνηση ως ένα ακόμη βήμα προς τη… «ΣΥΡΙΖοποίηση» της Χαριλάου Τρικούπη.
- Επιλογή Χριστοφιλοπούλου: Η διαφαινόμενη άρνηση του ΠΑΣΟΚ να συναινέσει στην επιλογή Χριστοφιλοπούλου για να τοποθετηθεί επικεφαλής της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι η πρώην υπουργός είναι εκτός πολιτικής, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Η επιφυλακτική στάση του ΠΑΣΟΚ προκαλεί απορία, όχι μόνο διότι πρόκειται για στέλεχος από τον κομματικό του χώρο, αλλά κυρίως διότι η ανάδειξή της απαιτεί πλειοψηφία 3/5 κι άρα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει «χαριστική πράξη» αλλά επιλογή συναίνεσης.
- Υπερψήφιση πρότασης ΣΥΡΙΖΑ: Το τέταρτο περιστατικό που ενόχλησε σφόδρα την κυβέρνηση ήταν η απόφαση του ΠΑΣΟΚ να υπερψηφίσει την πρόταση ΣΥΡΙΖΑ για σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τον έλεγχο των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Η πρόταση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία, το ΠΑΣΟΚ τη στήριξε έστω και με επιφυλάξεις. Δεν απασχόλησε την Κυβέρνηση τόσο ο «τύπος» -δηλαδή η υπερψήφιση της πρότασης- όσο η πολιτική ουσία, καθώς διαβλέπουν ότι το ΠΑΣΟΚ «υιοθετεί τις συκοφαντίες και τα υπονοούμενα του ΣΥΡΙΖΑ κάτι που είναι αδιανόητο για ένα κόμμα που έχει διαχειριστεί χρηματοδοτικά εργαλεία και που ξέρει ότι όλα αυτά μόνο αρνητικά αποτελέσματα και ανάσχεση μπορεί να έχουν στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη».
Τα περιστατικά αυτά, όχι μόνο δεν αλλάζουν το σχεδιασμό της ΝΔ, αλλά –όπως λένε- αντιθέτως ενισχύουν την ανάγκη σταθερών και αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Και μάλιστα πάνε ένα βήμα παραπάνω κάνοντας παραλληλισμό με όσα συμβαίνουν αυτό το διάστημα στην Ευρώπη: «οι κυβερνήσεις συνεργασίας καταρρέουν, η Ιταλία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει κυβέρνηση, ο Μακρόν χάνοντας την αυτοδυναμία στη Γαλλία έχει λιγότερους βαθμούς ελευθερίας. Αναδεικνύεται πόσο σημαντικό είναι σε αυτή την περίοδο ευρύτερης αστάθειας να υπάρχουν σταθερές κυβερνήσεις, κυβερνήσεις συμπαγείς που να παίρνουν γρήγορα αποφάσεις που να έχουν σαφή προσανατολισμό και αυτή είναι η δική μας κατεύθυνση».
Είπαμε: στην πορεία προς τις κάλπες θα τεθούν ισχυρά διλήμματα. Κι αν και βρισκόμαστε, ακόμη στην αρχή, το πλέον ισχυρό δίλημμα που θα θέσει η ΝΔ είναι η αυτοδυναμία και η κυβερνησιμότητα, απέναντι στο χαοτικό σενάριο της ακυβερνησίας…