«Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα εξακολουθήσει την αύξηση των επιτοκίων της έως ότου ο πληθωρισμός υποχωρήσει ξανά στο στόχο του 2%», δήλωσε με σταθερή φωνή η Κριστίν Λαγκάρντ, μετά από ένα ακόμη μαραθώνιο διαβουλεύσεων και διεξοδικών συζητήσεων, ως πρόεδρος τώρα πια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Με το έντονο βλέμμα της διάβασε την απορία στα δημοσιογραφικά μάτια και έσπευσε να κατευνάσει και να καθησυχάσει:
«Θα αυξάνουμε τα επιτόκια για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί προκειμένου να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό στο στόχο μας». Η Λαγκάρντ είναι, εξάλλου, συνηθισμένη, σχεδόν εθισμένη πλέον, στα πολυπρόσωπα περιβάλλοντα και στην επιδέξια εξεύρεση και, κυρίως, στην αριστοτεχνική καθοδήγηση των πολωτικών καταστάσεων στο σημείο που έχει προϋπολογίσει και προαποφασίσει.
Η καλλίγραμμη κολυμβήτρια δεν τα καταφέρνει με χειριστικές συμπεριφορές και αισθηματικές ευκολίες. Ποτέ δεν την ενδιέφεραν αυτά τα εύκολα. «Άλλα ποθούσε η καρδιά της». Και κατάφερε να τα αποκτήσει. Καλύτερα: να τα κατακτήσει. Γιατί γνωρίζει καλά ότι η επιτυχία δεν είναι ποτέ και για κανέναν εγγυημένη, μα είναι ένας αέναος αγώνας. Κι αυτό όχι από αριβισμό του συρμού, αλλά από μια βαθιά ανάγκη αυτοπράγματωσης, από την περίοδο
ακόμη που έπρεπε να αναλάβει μεγάλο βάρος του κενού ευθυνών που άφηνε πίσω της η πρώιμη πατρική αποδημία.
Μα και μετά, από το πρώτο δικηγορικό που της ζητήθηκε να εργαστεί δεν δίστασε να αποχωρήσει, αφού οι ιδιοκτήτες του διέπραξαν το λάθος να της ανακοινώσουν ότι δεν πρόκειται ποτέ να γίνει συνέταιρός τους. Απέτυχε δυο φορές στις εισαγωγικές εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Διοίκησης, την περίφημη ΕΝΑ που εξασφαλίζει ακριβώς τη σταδιοδρομία του ανώτατου διοικητικού στελέχους σε ευρείες μονάδες του γαλλικού δημοσίου, και ταξιδεύει στην Αμερική, όπου διαπρέπει ως νομικό στέλεχος, στην περίφημη Baker &McKenzie, πριν ακολουθήσει η αλματώδης εξέλιξή της στη γαλλική πολιτική ζωή, με τη σημαία πάντοτε της αγαπημένης της κεντροδεξιάς, το θυελλώδες Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Φρανκφούρτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Είπαμε όμως: όχι από αριβισμό ή, έστω, «πούρο» αριβισμό, αλλά από αυτό που «είναι κάτι πιο βαθύ που τη λερώνει», δηλαδή την ανάγκη για την αναζήτηση της χρυσής ισορροπίας, ακόμη και στις πιο πολωμένες και πολωτικές συνθήκες, όπως αυτή που ζει η Ευρώπη των 27, σήμερα.