Tο θέμα της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από τη νομισματική ζώνη το ευρώ έγινε αντικείμενο δύο δημοψηφισμάτων, πρώτη φορά το 1975 (με κυριαρχία της παραμονής με 67%) και δεύτερη φορά το 2016, με το αποτέλεσμα υπέρ της εξόδου να φθάνει στο 51,9%. Με δεδομένο το αποτέλεσμα του τελευταίου δημοψηφίσματος, στις 29 Μαρτίου 2017, η βρετανική κυβέρνηση δήλωσε ότι θα εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση.. Έτσι ξεκίνησε η διαδικασία του άρθρου 50 της Συνθήκης για την ΕΕ, ενός νόμου που ασχολείται με τις χώρες που εγκαταλείπουν την ΕΕ, με το οικονομικό κόστος να ανέρχεται στο δυσθεώρητο ποσό το 42,5 δισεκατομμυρίων λιρών.
Πράγματι, ο λογαριασμός διαζυγίου του Ηνωμένου Βασιλείου για το Brexit θα μπορούσε να αυξηθεί στα 42,5 δισεκατομμύρια λίρες.
Ο υπουργός Οικονομικών, Σάιμον Κλαρκ, δήλωσε ότι ο πληθωρισμός σημαίνει ότι ο λογαριασμός θα μπορούσε να αυξηθεί έως και 7,5 δισ. λίρες, δηλαδή αισθητά υψηλότερος από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Το Ηνωμένο Βασίλειο συνήψε συμφωνία για να πληρώσει την ΕΕ για τις εκκρεμείς δεσμεύσεις δαπανών μετά την αποχώρησή του από το μπλοκ τον Ιανουάριο του 2020.
Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες δήλωσαν ότι η «τρομερή συμφωνία», όπως την είχαν αποκαλέσει, κόστισε δισεκατομμύρια στους Βρετανούς φορολογούμενους.
Αρχικά, η Κυβέρνηση υπολόγιζε ότι το νομοσχέδιο, το οποίο καλύπτει τις δεσμεύσεις δαπανών που έγιναν κατά τη διάρκεια της ένταξης του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, θα ήταν μεταξύ 35 και 39 δισεκατομμυρίων στερλινών.
Κατά τον Σάιμον Κλαρκ, όμως, τον αρμόδιο Υπουργό Οικονομικών, «η τελευταία εκτίμηση κυμαίνεται στα 42,5 δισεκατομμύρια λίρες και αποτυπώνει μια αύξηση έναντι της αρχικής εκτίμησης για το οικονομικό κόστος του Brexit».