Τα κύματα καύσωνα γίνονται πιο έντονα καθώς το κλίμα αλλάζει – διαρκούν περισσότερο, είναι πιο συχνά κι ολοένα και πιο ζεστά. Ένα ερώτημα που θέτουν πολλοί είναι: «Πότε κάνει πολλή ζέστη για την συνήθη καθημερινή δραστηριότητα, όπως την ξέρουμε, ακόμη και για νέους, υγιείς ενήλικες;».
Η απάντηση πάει πέρα από τη θερμοκρασία που βλέπουμε στο θερμόμετρο. Έχει επίσης να κάνει με την υγρασία. Πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι ο συνδυασμός των δύο μπορεί να γίνει επικίνδυνος πιο γρήγορα απ’ ό,τι πίστευαν οι επιστήμονες προηγουμένως.
Επιστήμονες και άλλοι παρατηρητές έχουν θορυβηθεί με την αυξανόμενη συχνότητα ακραίας ζέστης σε συνδυασμό με την έντονη υγρασία, που μετράται ως «θερμοκρασία υγρού θερμομέτρου».
Στη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα που έπληξαν τη Νότια Ασία τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2022, το Τζακομπαμπάντ του Πακιστάν κατέγραψε μέγιστη θερμοκρασία υγρής σφαίρας 33,6 βαθμώνς Κελσίου και το Δελχί ξεπέρασε αυτή τη θερμοκρασία – κοντά στο θεωρητικό ανώτατο όριο της ανθρώπινης προσαρμοστικότητας στην υγρή ζέστη.
Για να «μετρήσουν» την επικινδυνότητα ενός καύσωνα, οι επιστήμονες συχνά προτρέχουν σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2010, η οποία εκτιμά ότι μια θερμοκρασία υγρού θερμομέτρου 35 βαθμών Κελσίου σε υγρασία 100% ή 50% – πρέπει να θεωρείται το ανώτερο όριο ασφαλείας, πέρα από το οποίο το ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί πλέον να ψύχεται μέσω του ιδρώτα από την επιφάνεια του σώματος για να διατηρήσει μια σταθερή θερμοκρασία.
Το συγκεκριμένο όριο δοκιμάστηκε σε ανθρώπους σε εργαστηριακές συνθήκες μόλις πρόσφατα. Τα αποτελέσματα των δοκιμών δείχνουν έναν ακόμη μεγαλύτερο λόγο ανησυχίας.
Το πρόγραμμα PSU H.E.A.T.
Για να απαντήσουν στο ερώτημα «πόσο ζεστό είναι το πολύ ζεστό;», προσκάλεσαν νέους, υγιείς άνδρες και γυναίκες στο εργαστήριο Noll του Penn State University για να βιώσουν το θερμικό στρες σε ελεγχόμενο περιβάλλον.
Τα πειράματα παρείχαν πληροφορίες σχετικά με το ποιοι συνδυασμοί θερμοκρασίας και υγρασίας αρχίζουν να γίνονται επιβλαβείς ακόμη και για τους πιο υγιείς ανθρώπους.
Κάθε συμμετέχων κατάπινε ένα μικρό χάπι τηλεμετρίας, το οποίο παρακολουθούσε τη βαθιά θερμοκρασία του σώματος ή του πυρήνα του. Στη συνέχεια κάθονταν σε έναν ειδικό θάλαμο και κινούνταν αρκετά, όπως θα έκανε δηλαδή και στην καθημερινότητα του αν μαγείρευε ή έτρωγε.
Οι ερευνητές τότε αύξαναν σιγά-σιγά είτε τη θερμοκρασία στο θάλαμο είτε την υγρασία και παρακολουθούσαν πότε «η θερμοκρασία του πυρήνα του υποκειμένου» (σ.σ. το ατόμου) άρχιζε να ανεβαίνει.
Ο συνδυασμός θερμοκρασίας και υγρασίας με τον οποίο αρχίζει να αυξάνεται η θερμοκρασία του πυρήνα του ατόμου ονομάζεται «κρίσιμο περιβαλλοντικό όριο». Κάτω από αυτά τα όρια, το σώμα είναι σε θέση να διατηρήσει μια σχετικά σταθερή θερμοκρασία πυρήνα με την πάροδο του χρόνου. Πάνω από αυτά τα όρια, η θερμοκρασία του πυρήνα αυξάνεται συνεχώς και μαζί αυξάνεται και ο κίνδυνος ασθενειών που σχετίζονται με τη θερμότητα.
Όταν το σώμα υπερθερμαίνεται, η καρδιά πρέπει να εργάζεται σκληρότερα για να αντλήσει ροή αίματος προς το δέρμα ώστε να αποβάλει τη θερμότητα, και όταν ιδρώνει επίσης, αυτό μειώνει τα σωματικά υγρά. Στην απευκταία περίπτωση, η παρατεταμένη έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε θερμοπληξία.
Οι μελέτες σε νεαρούς υγιείς άνδρες και γυναίκες δείχνουν ότι αυτό το ανώτερο περιβαλλοντικό όριο είναι τελικά ακόμη χαμηλότερο από τους 35 βαθμούς Κελσίου (που έδειξε η έρευνα του 2010). Το ανώτερο όριο θα μπορούσε να είναι μια θερμοκρασία υγρού θερμομέτρου 31 βαθμών Κελσίου. Αυτό θα ισοδυναμούσε με 31 βαθμούς Κελσίου σε υγρασία 100% ή 38 βαθμούς Κελσίου σε υγρασία 60%.
Ξηρό εναντίον υγρού περιβάλλοντος
Τα τρέχοντα κύματα καύσωνα σε όλο τον κόσμο πλησιάζουν -αν δεν υπερβαίνουν- αυτά τα όρια.
Σε ζεστά και ξηρά περιβάλλοντα, τα κρίσιμα περιβαλλοντικά όρια δεν καθορίζονται από τις θερμοκρασίες υγρού θερμομέτρου, επειδή σχεδόν όλος ο ιδρώτας που παράγει το σώμα εξατμίζεται.
Ωστόσο λάβετε υπόψη ότι ακόμη και χαμηλότερες θερμοκρασίες και υγρασία μπορούν να προκαλέσουν πίεση στην καρδιά και σε άλλα όργανα του σώματος. Και ενώ η υπέρβαση αυτών των ορίων δεν συνιστά απαραιτήτως το χειρότερο σενάριο, η παρατεταμένη έκθεση μπορεί να έχει τρομακτικά αποτελέσματα σε ευάλωτους πληθυσμούς, όπως ηλικιωμένοι και όσοι πάσχουν από χρόνιες ασθένειες.
Το «πείραμα» έχει πλέον στραφεί στη δοκιμή ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών, καθώς ακόμη και η υγιής γήρανση κάνει τους ανθρώπους λιγότερο ανθεκτικούς στη θερμότητα. Αν προστεθεί η αυξημένη συχνότητα καρδιακών παθήσεων, αναπνευστικών προβλημάτων και άλλων προβλημάτων υγείας, καθώς και ορισμένων φαρμάκων, μπορεί να τους θέτει σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο. Άλλωστε τα άτομα άνω των 65 ετών αποτελούν περίπου το 80%-90% των θυμάτων από καύσωνα.
Πώς να παραμείνετε ασφαλείς
Η καλή ενυδάτωση και η αναζήτηση χώρων για επιπλέον δροσιά -έστω και για μικρά χρονικά διαστήματα- είναι σημαντικά σε συνθήκες καύσωνα.
Ωστόσο σε κάθε περίπτωση ακόμη κι αν πολλές χώρες επεκτείνουν τα κέντρα ψύξης για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να προστατευθούν από τη ζέστη, δυστυχώς ακόμη εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα βιώσουν αυτές τις επικίνδυνες συνθήκες και δεν θα έχουν τρόπο να δροσιστούν.
Συνολικά, οι αποδείξεις συνεχίζουν να πληθαίνουν ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα για το μέλλον. Είναι ένα πρόβλημα που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει σήμερα και πρέπει να το αντιμετωπίσει άμεσα.