Το όνομα του συνδέθηκε από νωρίς με μια επανάσταση. Χωρίς όπλα, λαοθάλασσες στους δρόμους και λάβαρα να κυματίζονται, ο Giorgio Armani πρωτοστάτησε από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του στην βιομηχανία της μόδας, με μοναδικό σκοπό να εισάγει στον μαγικό τούτο κόσμο την ισότητα, που κατά τα λεγόμενα του υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις της κοινωνίας. Ισότητα στις ενδυματολογικές επιλογές των φύλων στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, μεταφραζόταν από τους κριτικούς της εποχής ως ένα αλλόκοτο όνειρο, που μπέρδευε την γυναικεία με την ανδρική γκαρνταρόμπα, χωρίς κανένα νόημα. Η ουσία ωστόσο υπήρχε και μάλιστα πολύ καλά καθορισμένη στο μυαλού του διάσημου Ιταλού σχεδιαστή, ο οποίος τόλμησε να παρουσιάσει την ιδέα του ανδρόγυνου στιλ “μαλακώνοντας την εικόνα των ανδρών και προσθέτοντας macho χαρακτήρα στα ενδύματα των γυναικών”.
“Έντυσα τους άντρες με γυναικεία υφάσματα και έκλεψα από τους άντρες ό,τι ήθελαν και χρειάζονταν οι γυναίκες – το Power suit” εξηγεί, περιγράφοντας άψογα την προσέγγιση του.
Η επαναστατική του φύση θα μπορούσε να είναι απόρροια του τόπου καταγωγής του, αφού ο Armani γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πιατσέντσα της Βορειοδυτικής Ιταλίας, η οποία έμεινε γνωστή στο πέρασμα των χρόνων ως μια από τις σημαντικότερες στρατιωτικές επαρχίες της γείτονος χώρας. Αυτή δεν ήταν, ωστόσο, η πρώτη επανάσταση που ξεκινούσε στην ζωή του ο πολυβραβευμένος σχεδιαστής. Ίσως η πρώτη φορά που ακολούθησε το ένστικτό του, επιδιώκοντας και απαιτώντας την αλλαγή ήταν όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει δια παντός τις ιατρικές σπουδές του το 1957 και να εργαστεί ως πωλητής στο μοναδικό – προς στιγμήν – πολυκατάστημα του Μιλάνου, La Rinascente. Μόλις επτά χρόνια αργότερα ξεκινάει η πολυσήμαντη καριέρα του στο σχέδιο μόδας, έχοντας ως εκπαιδευτή έναν από τους κορυφαίους της γενιάς του, τον επιχειρηματία και στιλίστα Nino Cerruti.
Μόλις λίγα χρόνια αργότερα, το πρωτοποριακό ιταλικό δίδυμο χωρίζει οριστικά τους δρόμους του, όταν ο Giorgio Armani συναντά στο διάβα του τον πιστό του φίλο και συνεργάτη, τον αρχιτέκτονα Sergio Galeotti, με την βοήθεια του οποίου το 1975 κυκλοφορεί για πρώτη φορά το δικό του ready-to-wear brand, απευθυνόμενο τόσο σε γυναίκες, όσο και άνδρες. Κοστούμια σε καθαρά ανδρικές γραμμές έντυναν γυναίκες μοντέλα στις πασαρέλες που διοργανώνονταν στο Παλάτι της Via Borgonuovo, ενώ λιγότερο αυστηρά looks, με πιο ανάλαφρα και “θηλυκά” υλικά παρουσιάζονταν στις ανδρικές συλλογές. Η ιδιοφυής πρόταση του κορυφαίου σχεδιαστή εκτοξεύτηκε στην κορυφή των προτιμήσεων, όταν παρουσιάστηκε εκτενώς στην ταινία “American Gigolo” όπου ο Richard Gere πιο γοητευτικός από ποτέ επιλέγει κάθε του σύνολο μέσα από μια δροσερή και χαλαρή συλλογή με πρωταγωνιστή τα “μαλακά” υφάσματα.
Έκτοτε η επιτυχία ήταν μονόδρομος για την καριέρα του
Μέχρι σήμερα συνεχίζει να γοητεύει τους fashion lovers με την αστείρευτη φαντασία του, που διάχυτη εμφανίζεται στα catwalks που συμμετέχει. Ο Ιταλός σχεδιαστής με τα χρόνια δημιούργησε έναν κολοσσό μόδας, ο οποίος επεκτάθηκε σε πολλούς διαφορετικούς χώρους (ομορφιά, καταλύματα φιλοξενίας, εστίαση, αθλητισμός κ.α.), χωρίς ωστόσο να χάσει στιγμή την μοναδικότητα της υπογραφής του. Ο Giorgio Armani εκτός από την ενδιαφέρουσα οπτική με την οποία συνδέθηκε με την μόδα, διατηρεί μια ανυπέρβλητη προοπτική για την ζωή, που περιγράφεται καταλλήλως μέσα από τις παρακάτω γνωστές ρήσεις τους:
- Η διαφορά μεταξύ του στυλ και της μόδας είναι η ποιότητα.
- Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα χωρίς αγάπη. Ούτε χρήματα, ούτε δύναμη. Η αγάπη είναι πολύ σημαντική.
- Τα jeans αντιπροσωπεύουν την δημοκρατία στον κόσμο της μόδας.
- Πολυτέλεια είναι να ξέρεις πώς να ζεις σε αρμονία με τον εαυτό σου και τους άλλους.
- Το στιλ είναι η μοναδική πολυτέλεια που πραγματικά είναι επιθυμητή.
- Τα φθηνά παπούτσια κρύβουν από πίσω μια κακή οικονομία.
- Η δουλεία είναι η ζωή μου. Δεν έχω χρόνο για ανθρώπους.
- Τα πάντα γύρω μας έχουν να κάνουν με το καλό γούστο.
- Η ουσία του στιλ είναι να μπορείς να πεις με τον πιο απλό τρόπο κάτι περίπλοκο.
- Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πολλά. Χρειάζονται πολύ, πολύ, πολύ λιγότερα από όσα εμείς που κάνουμε μόδα προσπαθούμε.