Μέχρι πριν από ελάχιστες δεκαετίες, ο όρος «Ρώσος ολιγάρχης» θα θύμιζε το περιλάλητο «Αλβανός τουρίστας», με δεδομένο το μακρύ σοβιετικό παρελθόν της τεράστιας χώρας, ασύμβατο, διακηρυκτικά τουλάχιστον, με την μεγάλη ιδιωτική συσσώρευση πλούτου . Κι όμως, η ρωσική εισβολή ήρθε να μας εξοικειώσει με τον όρο, αν και πίσω από αυτόν κρύβονται πολλαπλές πραγματικότητες.
Βέβαιον είναι ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά πλούσια επιχειρηματική ελίτ, με δυσανάλογη πολιτική δύναμη. Αυτή η κοινωνικοοικονομική κάστα εμφανίστηκε σε δύο στάδια.
Το πρώτο κύμα ολιγαρχών προέρχεται από τις ιδιωτικοποιήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, ιδιαίτερα από τις πωλήσεις σε μετρητά των μεγαλύτερων κρατικών επιχειρήσεων της Ρωσίας, μετά το 1995. Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές, όμως, έγιναν μέσα σε ένα πολιτικό και οικονομικό κλίμα εκτεταμένης διαφθοράς, που στηριζόταν στις επιλεκτικές σχέσεις μεταξύ οικονομικών δρώντων και ισχυρών πολιτικών παραγόντων. Η διακυβέρνηση του τότε Προέδρου, Μπόρις Γιέλτσιν, πλούτισε μια μικρή ομάδα μεγιστάνων πουλώντας τα πιο πολύτιμα κοσμήματα της σοβιετικής οικονομίας σε τιμές εκπτώσεων.
Το δεύτερο κύμα ολιγαρχών αρχίζει να δημιουργείται με την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία, στο γύρισμα του εικοστού αιώνα. Ιδιωτικοί πάροχοι σε ποικίλους τομείς, όπως είναι οι υποδομές, η άμυνα ή η υγειονομική περίθαλψη, υπερχρέωσαν τις υπηρεσίες τους στην κυβέρνηση, προσφέροντας ως αντάλλαγμα γενναιόδωρες «μίζες» στους εμπλεκόμενους φορείς της πολιτικής εξουσίας και της διοικητικής ελίτ του κρατικού μηχανισμού.
Σήμερα, βάσιμα διακρίνονται τρεις τύποι ολιγαρχών, ανάλογα με το βαθμό της εγγύτητάς προς την πολιτική εξουσία.
Πρόκειται, πριν από όλα, για τους φίλους του Πούτιν, που συνδέονται προσωπικά με τον πρόεδρο. Πολλοί από τους οικείους του Ρώσου προέδρου, ιδίως όσοι έχουν υπηρετήσει στην KGB και προέρχονται από την Αγία Πετρούπολη, έχουν γίνει σημαντικά πιο πλούσιοι, αλλά βρίσκονται κατεξοχήν στο «στόχαστρο» των δυτικών κυρώσεων.
Η δεύτερη ομάδα Ρώσων ολιγαρχών περιλαμβάνει τους ηγέτες των ρωσικών υπηρεσιών ασφαλείας, της αστυνομίας και του στρατού. περιλαμβάνει τους ηγέτες των ρωσικών υπηρεσιών ασφαλείας, της αστυνομίας και του στρατού. Αυτοί είναι γνωστοί ως «σιλόβικοι» Μερικοί από αυτούς είναι πρώην αξιωματικοί της KGB και σήμερα της FSB, της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Μια τρίτη «φυλή» Ρώσων ολιγαρχών δεν έχουν προσωπικούς δεσμούς με τον στρατό ή την FSB. Πρόκειται για ολιγάρχες που ανδρώθηκαν σε αυτήν την δεύτερη, την «ύστερη» περίοδο του Πούτιν στην εξουσία. Αν και ο Ρώσος Πρόεδρος είχε υποσχεθεί προεκλογικά την πλήρη εξολόθρευση των ολιγαρχών, η άνοδός του στην εξουσία επέτρεψε σε ορισμένους να αποκτήσουν τον άτυπο τίτλο του «ολιγάρχη». Μπορούμε να σκεφθούμε ως πιο εμβληματικά παραδείγματα, που ενσαρκώνουν αυτήν την κατηγορία ολιγαρχών, τον Βλαντιμίρ Ποτάνιν και τον Όλεγκ Ντεριπάσκα.
Με δεδομένη όμως την εξέλιξη του πολέμου στο έδαφος της Ουκρανίας και με βάση το γεγονός ότι βαδίζουμε πλέον στον πέμπτο μήνα της πολεμικής σύγκρουσης, ο ρόλος των ολγαρχών φαίνεται να υποχωρεί σε σπουδαιότητα προς όφελος των ανώτατων αξιωματικών του ρωσικού στρατού. Οι στρατηγοί, κι όχι πλέον οι ολιγάρχες, επηρεάζουν περισσότερο τις αποφάσεις του Πούτιν.