Μια υπερδεξιά, σχεδόν εθνικιστική, μηχανή παραγωγής λόγου έχει στηθεί, όλο το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τις επαφές και τις ανταλλαγές απόψεων του Πρωθυπουργού με την Τουρκία. Διαβάζοντας κάποιος τις σχετικές αναλύσεις, μπορεί, όχι αυθαίρετα, να οδηγηθεί σε συμπεράσματα περί Πρωθυπουργού με μια περίπου ελαστική πατριωτική συνείδηση. Η αιτία, αυτήν την φορά, είναι το ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνομιλεί με τον Τούρκο Πρόεδρο, ενώ ο Ερντογάν προβαίνει σε συχνές προκλητικές εξαλλοσύνες.
Βέβαια, δεν είναι αναληθές ότι έχουμε εισέλθει σε μια δύσκολη περίοδο, αρκετά άχαρη για τον Έλληνα Πρωθυπουργό, λόγω της έξαρσης των ιδεών πολιτικού μεγαλείου του Τούρκου Προέδρου, μετά τον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και τους ευρύτερους γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς. Η Τουρκία αισθάνεται πως έχει αναβαθμισθεί λόγω της ρωσικής εισβολής στο ουκρανικό έδαφος ή, τουλάχιστον, έτσι αισθάνθηκε όταν θέλησε, ανεπιτυχώς, να διαδραματίσει το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στη Δύση και την Μόσχα. Και αυτή η εξέλιξη παράγει ακόμη ως αποτέλεσμα τις εδαφικές προκλήσεις και τους αναθεωρητισμούς συνόρων.
Ωστόσο, η εν λόγω ένταση από την πλευρά του εξ Ανατολών γείτονα δεν έχει ένα ουσιαστικό και πρακτικό περιεχόμενο, αλλά αρκείται σε ρητορικές εξάρσεις. Το καθεστώς Ερντογάν δεν μπορεί παρά να γνωρίζει ότι οι εδαφικές επεκτατικές βλέψεις του προς την Ελλάδα δεν έχουν αντίκρισμα νομικής αλήθειας και, άρα, δεν φαίνεται ότι θα επιλέξει να παίξει το χαρτί της στρατιωτικού τύπου σύγκρουσης με την Ελλάδα.
Επιπλέον, ταυτίζονται πλήρως οι ευθέως εθνικιστικές φωνές ορισμένων Τούρκων αναλυτών και δημοσιογράφων με τις επίσημες θέσεις της γείτονος. Αυτή η επιχειρούμενη καθολική ταύτιση υποτιμά τις ίδιες τις εξελίξεις που ώθησαν την ηγεσία του καθεστώτος να επιδίδεται σε προκλητικές και, συχνά, πολεμοχαρείς κορώνες.
Η απεύθυνση στο συναισθηματικό υπόστρωμα των συμπολιτών μας εκ μέρους ορισμένων θερμοκέφαλων υπερσυντηρητικών κύκλων, που ζητούν την άμεση διακοπή κάθε μορφής διαλόγου με την Άγκυρα, μόνο καλές υπηρεσίες δεν προσφέρουν στην υπόθεση της ειρηνικής συμβίωσης με τη γειτονική χώρα και στην εκτόνωση της έντασης. Η Ελλάδα, εξάλλου, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από την ανταλλαγή απόψεων με την Τουρκία.
Κι ας μην λησμονούμε ότι, ακόμη και ανάμεσα σε εμπόλεμα μέρη, υπάρχουν συχνότατα δίαυλοι επικοινωνίας, που λειτουργούν είτε άμεσα, είτε μέσα από τη διαμεσολάβηση τρίτου μέρους.
Η πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική ετοιμότητα της χώρας δεν συνεπάγονται , λοιπόν, την αυτόματη διακοπή των διαύλων επικοινωνίας με την γείτονα. Η ειρηνική εκτόνωση των εντάσεων δεν σημαίνει ακύρωση της στρατιωτικής ετοιμότητάς μας, ούτε διακοπή της ενημέρωσης των εταίρων μας σε διεθνή fora και σε διεθνείς οργανισμούς. Ο εθνικός μονόλογος είναι συχνά αυτάρεσκος, αλλά στον σημερινό κόσμο της αυξημένης πολυπλοκότητας οδηγεί, ενίοτε, και στον εθνικό αυτισμό. Και ευτυχώς, δεν είμαστε αυτή η περίπτωση.