Οι εργασίες της Συνόδου της Ομάδας των 7 συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης και ολοκληρώθηκαν, με έναν σημαντικό απολογισμό αλλά και με προκλήσεις στις οποίες η G7 καλείται να απαντήσει προοπτικά.
Οι χώρες της G7 αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50 τοις εκατό του παγκόσμιου πλούτου και είναι όλες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη φετινή σύνοδο κορυφής της G7, ο Γερμανός Καγκελάριος Σολτς είχε τονίσει ότι στόχος της συνόδου υπό τη γερμανική προεδρία είναι να στείλει ένα «ισχυρό μήνυμα» που να καταδεικνύει ότι οι ισχυρές δημοκρατίες μας έχουν επίγνωση της κοινής παγκόσμιας ευθύνης τους.
Η φετινή Σύνοδος της G7 πραγματοποιήθηκε υπό το βάρος του συνεχιζόμενου και απρόκλητου πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, καθώς και άλλων συνυφασμένων παγκόσμιων προκλήσεων που πηγάζουν κυρίως από την Κίνα. Οι χώρες; Της G7 αποφάσισαν να κλιμακώσουν την πίεσή τους στην Ρωσία και την λήψη μέτρων κατά της επισιτιστικής κρίσης. Έτσι, οι επτά χώρες συμφώνησαν να εξετάσουν πιθανά ανώτατα όρια στις τιμές για το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Επιπλέον, η G7 τοποθετήθηκε και έναντι της Κίνας, μιας δυναμικά ανερχόμενης οικονομίας, που, όμως, σε πολιτικό επίπεδο, το καθεστώς της έχει αυταρχικά και ανελεύθερα χαρακτηριστικά και, διπλωματικά, τηρεί ευδιάκριτες αποστάσεις από το απολυταρχικό και επεκτατικό καθεστώς Πούτιν.
Προκειμένου να αναχαιτισθεί η επιρροή που ασκεί η Κίνα στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι επτά χώρες προχώρησαν στην έγκριση ενός ευρύ επενδυτικού προγράμματος, με την σχετική πρόβλεψη να αναφέρεται στη διάθεση 568 δισεκατομμυρίων ευρώ σε προγράμματα υποδομής σε φτωχότερες χώρες.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες για το νέο ζοφερό διεθνές περιβάλλον. Η «χρυσή τριακονταετία του μεταδιπολικού κόσμου» έχει λάβει τέλος και βαδίζουμε σε μια νέα παγκόσμια πραγματικότητα, στην οποία το δυτικό υπόδειγμα δεν θα είναι, πιθανότατα, το μόνο κυρίαρχο, αλλά θα ακολουθούν κατά πόδας η αυταρχία της Ρωσίας του Πούτιν και το αυταρχικό καθεστώς της οικονομικά ισχυρής Κίνας.
Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η ανάγκη για ενότητα είναι πολύ πιο επιτακτική, καθώς οι δημοκρατίες της ελεύθερης αγοράς του κόσμου έρχονται αντιμέτωπες με τη Ρωσία και την Κίνα, οι οποίες εδώ και πολύ καιρό έχουν αποσυνδεθεί από τις αξίες της δημοκρατίας της ελεύθερης αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του κράτους δικαίου, της διαφάνειας και του σεβασμού προς τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στο επίπεδο της παρούσας διεθνούς συνθήκης, οι χώρες της G7 καλούνται να επικεντρώσουν πιο αποφασιστικά τις προσπάθειες τους στο πεδίο της αντιμετώπισης της γεωπολιτικής σύνδεσης μεταξύ Ρωσίας και Κίνας.
Πρακτικά, αυτό μεταφράζεται σε διαμόρφωση στρατηγικής για την αντιμετώπιση της γεωπολιτικής σύνδεσης μεταξύ του Κρεμλίνου και του Πεκίνου. Οι στρατηγικοί στόχοι της Ρωσίας και της Κίνας είναι σχεδόν πανομοιότυποι. Και οι δύο θέλουν έναν αποδυναμωμένο και διχασμένο κόσμο που θα είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν. Και οι δύο θέλουν να επισκιάσουν τις εταιρικές σχέσεις των χωρών της G7 με άλλες χώρες, έτσι ώστε ο ελεύθερος κόσμος να είναι διχασμένος και πιο ευάλωτος. Οι δημοκρατικά εκλεγμένες Κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου θα χρειαστεί να επιδείξουν πυγμή, προκειμένου να αντιμετωπίσουν και να αναχαιτίσουν έγκαιρα ΚΚ Κίνας και την Ενωμένη Ρωσία του Πούτιν.
Οι ηγέτες της G7 έλαβαν, λοιπόν, σημαντικές αποφάσεις, που ενίσχυσαν τη διεθνή αξιοπιστία τους και το βαθμό της αποδοχής τους από τα δυτικά έθνη. Καλούνται όμως να κινηθούν πιο αποφασιστικά και στο κρίσιμο πεδίο της ανάσχεσης ενός ολοκληρωτικού άξονα Ρωσίας – Κίνας.