Mε δεδομένη την κόπωση των πολιτών σε πολλές χώρες με τους συνεχείς εμβολιασμούς, χρειαζόμαστε πλέον καλύτερα εμβόλια. Εκτός αν είμαστε τυχεροί και ο ιός τύχει να εξασθενήσει πολύ, ώστε να μην αποτελεί πλέον σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας, επισημαίνει σε ανάρτηση του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας Ηλίας Μόσιαλος της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών (LSE) και του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου.
Όπως αναφέρει, «προκειμένου να σταματήσει η πανδημία, θα χρειαστούμε εμβόλια και φάρμακα που θα εμποδίζουν τη διασπορά του ιού. Τα επικαιροποιημένα εμβόλια που θα έχουμε τη φθινοπωρινή περίοδο, δεν θα το κάνουν αυτό. Επομένως η προσπάθεια των φαρμακευτικών εταιριών αλλά και των παγκόσμιων ρυθμιστικών αρχών θα έπρεπε εδώ και καιρό να επικεντρωθεί στην κατεύθυνση της παραγωγής πιο ολοκληρωμένων εμβολίων».
Όσον αφορά τα υπό ανάπτυξη νέα εμβόλια, επισημαίνει ότι «αυτό που γνωρίζουμε, είναι ότι τα επικαιροποιημένα εμβόλια έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν στελέχη της Όμικρον που πλέον δεν επικρατούν. Το δίλημμα επομένως είναι αν θα πρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε τους φθινοπωρινούς μήνες ή να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τα υπάρχοντα εμβόλια. Αν θα έχει δηλαδή σημαντική διαφορά και αποτέλεσμα η ‘διεύρυνση’ της ανοσοπροστασίας με την έκθεση μας σε ένα νέο εμβόλιο που αντιμετωπίζει ένα παλαιότερο στέλεχος της Όμικρον και όχι το αρχικό στέλεχος της Wuhan. Πάρα ταύτα οι προκλήσεις θα παραμείνουν».
Επίσης, προσθέτει, «αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε ακόμη τι γίνεται με την κυτταρική ανοσία, δηλαδή πόσοι έχουν αναπτύξει κυτταρική ανοσία και για ποιο χρονικό διάστημα. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον ότι οι ρυθμιστικές αρχές σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο δεν έχουν ζητήσει την κατάθεση και ανάλυση σχετικών δεδομένων. Επίσης, ακόμη και αν ανανεώνουμε τα εμβόλια σε τακτά χρονικά διαστήματα, κατά πάσαν πιθανότητα θα είμαστε ένα βήμα πίσω από την εξέλιξη του ιού, όπως είμαστε και τώρα. Θα έχουμε εμβόλια για παλαιότερα στελέχη της Όμικρον, αλλά όχι για τα πιο πρόσφατα».
Κάνοντας μια αναδρομή, τονίζει ότι «μέχρι και την εμφάνιση της Δέλτα τα εμβόλια ήταν σχετικά αποτελεσματικά τόσο στο να αποτρέπουν την λοίμωξη για ένα σημαντικό ποσοστό των εμβολιασμένων (όχι σε όλους) όσο και να μειώνουν την πιθανότητα διασποράς. Ήταν πολύ αποτελεσματικά στη μείωση της πιθανότητας της σοβαρής νόσησης. Ομως τα δεδομένα με την Ομικρον και ειδικά τις υποπαραλλαγές 4 και 5 άλλαξαν.Τα εμβόλια πλέον δεν είναι αποτελεσματικά όσον αφορά στην αποτροπή της ήπιας λοίμωξης και φαίνεται ότι δεν είναι επίσης αποτελεσματικά όσον αφορά στην μείωση της πιθανότητας διασποράς. Αλλά τα εμβόλια εξακολουθούν να είναι πολύ αποτελεσματικά όσον αφορά στη μείωση της πιθανότητας σοβαρής νόσησης.
Γνωρίζουμε ότι η δεύτερη αναμνηστική δόση για τους άνω των 60 ετών και τους ευάλωτους προτείνεται από επιτροπές εμβολιασμών σε πολλές χώρες, αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Στις ΗΠΑ η σύσταση αφορά στους άνω των 50, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία στους άνω των 75 που ζουν στους οίκους ευγηρίας. Ο ευρωπαϊκός οργανισμός φαρμάκων και το ECDC επίσης επισημαίνουν ότι δεν έχουμε ακόμη ξεκάθαρα στοιχεία για την αποτελεσματικότητα, ώστε για να προταθεί η δεύτερη αναμνηστική δόση στους κάτω των 79. Η χώρα μας μέχρι πρόσφατα είχε τις ίδιες οδηγίες με χώρες της ΕΕ (Γερμανία και Γαλλία). Πάρα ταύτα, μόνο το 17% των άνω των 60 στην χώρα μας έχουν κάνει την δεύτερη αναμνηστική δόση, παρότι η πλατφόρμα είναι ανοιχτή εδώ και 2,5 μήνες. Αυτό που επομένως θα προείχε, από την σκοπιά της πολιτικής υγείας, θα ήταν να ενταθούν οι προσπάθειες να αυξηθεί το ποσοστό των εμβολιασθέντων στις κατηγορίες που υπάρχουν πιο ασφαλή δεδομένα για τα οφέλη που προσφέρει η 2η αναμνηστική δόση. Δηλαδή το να αυξηθεί το ποσοστό των εμβολιασθέντων άνω των 60 ετών από 17% σε πολύ υψηλότερα ποσοστά.
Αυτό συνιστά η πολιτική δημόσιας υγείας που επισημαίνει το βασικό πρόβλημα και στοχεύει στο να το αντιμετωπίσει. Και δεν αναλώνεται με επιμέρους θέματα, ειδικά όταν δεν υπάρχει τεκμηρίωση για την επέκταση πολιτικών σε νέες κατηγορίες πολιτών.
Παράλληλα στην εφαρμοσμένη πολιτική υγείας, δεν μετατίθεται η ευθύνη στους πολίτες, στο πλαίσιο του «δεν ξέρουμε αν θα υπάρχουν οφέλη αλλά οι πολίτες μπορούν να αποφασίσουν ατομικά τι θα κάνουν με αυτή τη δόση του εμβολίου». Η πολιτική Πόντιος Πιλάτος είναι αμφίβολο αν θα έχει αποτελέσματα ενώ, επαναλαμβάνω, δεν έχει αντιμετωπιστεί το βασικό πρόβλημα. Έχουμε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό ανεμβολίαστων στους άνω των 60 σε σύγκριση με άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης και επισημαίνω και πάλι μόνο το 17% εμβολιασμένους με 2η αναμνηστική δόση».