Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος αφηγείται τη ζωή του
«Είµαστε στο 1948. Ο πατέρας µου εργάζεται εδώ, στον Όµιλο Αθηνών, και µε φέρνει, να κάνω το ball boy. Εγώ, µόλις είδα το τένις δε µου πήγαινε να φέρνω τις µπάλες και να σκουπίζω. Ήθελα να γίνω κάτι πάνω στο τένις! Είχα δει και το Monte Carlo στον κινηµατογράφο, και είπα «Θα παίξω εκεί!». Όλα αυτά, χωρίς να έχω πιάσει ακόµα ρακέτα.
Ρακέτα για εµάς δεν υπήρχε. Περίµενα να σπάσει η ρακέτα από κάποιον πλούσιο, να την καρφώσω, να τη δέσω µε ένα σχοινί, και να παίξω µέσα στην αποθήκη, κρυφά, καθώς έξω δεν µας επέτρεπαν να παίζουµε εµείς οι εργαζόµενοι. Αυτή ήταν η πρώτη φάση. Εκείνη την εποχή υπήρχαν ελάχιστα τουρνουά ανά τον κόσµο, όλα στο χώµα. Οπότε οι µεγαλύτεροι αθλητές πέρναγαν από εδώ, τόσο για αγώνες, όσο και για προετοιµασία για το Roland Garros, το Wimbledon, το Foro Italico, καθώς το κλίµα ήταν ιδανικό και ο Όµιλος διέθετε όλες τις απαραίτητες υποδοµές
Μια χρονιά ήρθε το Νο2 τότε, ο Αµερικανός Richardson, να κάνει προετοιµασία για το Roland Garros. Αυτό στάθηκε αφορµή να µαζευτεί στον Όµιλο όλη η αφρόκρεµα της Ελληνικής κοινωνίας. Έτυχε τότε η Εθνική µας οµάδα να λείπει, σε αγώνες στην Αίγυπτο, και ο Richardson δεν είχε κάποιον καλό να παίξει. Οι υπεύθυνοι του Οµίλου κάλεσαν τον προπονητή Γιάννη Αργυρίου και έπαιξαν οι δυο τους µαζί µια φορά. Όµως ο Αργυρίου ήταν επαγγελµατίας και δεν είχε άλλο χρόνο να διαθέσει. Οπότε ο ίδιος προτείνει στον Αµερικανό πρωταθλητή, να παίξει «µ’ έναν πιτσιρικά που έπαιζε καλά» (µέσα στην αποθήκη…). Και µε κάλεσαν να παίξω µαζί µε τον Richardson! Εγώ τους λέω: «δεν έχω ρακέτα κανονική, δεν έχω παπούτσια, ρούχα.»
Λοιπόν, µου τα έδωσαν όλα αυτά και προχωρώντας προς το γήπεδο, σκέφτοµαι να η ευκαιρία να φτιαχτώ. Έβαλα τα δυνατά µου, προπονήθηκε µαζί µου, του άρεσε και µε ρώτησε σε ποια τουρνουά θα αγωνιστώ. Εκείνη την ώρα ήταν µπροστά µερικοί από την αφρόκρεµα που λέγαµε, πεπειραµένοι άνθρωποι, που αµέσως του απάντησαν διπλωµατικά, ότι θα πάω σε κάποια συγκεκριµένα τουρνουά. Το θέµα είναι ότι το εννοούσαν! Με καλούν, λοιπόν, ξανά στο γραφείο και µου λένε: «από σήµερα αλλάζει η ζωή σου.» Μου έδωσαν µια καλή δουλειά, µε πολλές αποδοχές, για λίγες ώρες ώστε να προπονούµαι µετά.
Ο ευεργέτης ο δικός µου ήταν ο Όµιλος Αθηνών. Ο Όµιλος τα έκανε όλα για µένα. Μου έφερε κορυφαίους προπονητές, όπως τον µεγάλο Jean Paul Lot, δασκάλους Αγγλικών, µέχρι και δασκάλα από το Παρίσι µου έφεραν να µου διδάξει το savoir vivre… Όλα τα χρωστάω στον Όµιλο, όπως αρκετοί άλλοι.
Άρχισα να πηγαίνω σε τουρνουά στο εξωτερικό. Ταξίδεψα πολύ, έζησα πρωτόγνωρες εµπειρίες, οι οποίες χωράνε µόνο σε βιβλίο. Έπαιξα µε τον Καλογερόπουλο, είχαµε µεγάλες επιτυχίες. Τότε για έναν αθλητή ήταν όλα πληρωµένα από τη διοργάνωση, όχι όπως σήµερα, και επιπλέον ο Όµιλος µας κάλυπτε τα οδοιπορικά. Βέβαια δεν υπήρχε και χρηµατικό έπαθλο, τότε, µε εξαίρεση τη Γαλλία.
Το 1964 παντρεύτηκα και, καθώς δεν είχα την υποδοµή να γίνω επαγγελµατίας αθλητής, αποφάσισα να γίνω προπονητής. Δώσαµε εξετάσεις του Υπουργείου Παιδείας, µε εξεταστή τον Jean Paul Lot, και µε Βασιλικό διάταγµα, τότε, πήραµε τα διπλώµατα. Τότε στον Όµιλο Αθηνών γινόσουν προπονητής, αφού πρώτα πέρναγες από Συµβούλιο. Ως προπονητής του Οµίλου έβγαλα αρκετούς αθλητές, αλλά εγώ θα µιλήσω µόνο για την κόρη µου, την Αγγελική. Είµαστε στον Χειµώνα του 1970, όταν η σύζυγός µου φέρνει για πρώτη φορά εδώ, στον Όµιλο, τη µικρή. Κάποια στιγµή η Αγγελική σκοντάφτει και αρχίζει να κλαίει. Της δίνω µια µπάλα, για να σταµατήσει το κλάµα, και έτσι άρχισε το τένις για την Αγγελική… Από την πρώτη στιγµή είχε το touch! Το είχε, σκέφτοµαι, ή µήπως είµαι χαζοµπαµπάς; Λέω, λοιπόν, στον αείµνηστο Νίκο Καλύβα, να την δει και εκείνος, για να βεβαιωθώ. Κι έτσι ήταν! Από τότε η Αγγελική ερχόταν στον Όµιλο κάθε µέρα και παίζαµε συνέχεια. Δεν ήθελα όµως να ασχοληθεί µε το τένις, όπως και η ίδια αργότερα δεν ήθελε το ίδιο για την κόρη της.
Το τένις είχε γίνει πλέον επαγγελματικό και απαιτούσε πολλά χρήματα, για να μπορέσεις να σταθείς σε διεθνές επίπεδο. Της άρεσε όμως και µε προσπάθεια τα καταφέραµε. Είναι βλέπεις τα γονίδια που πήγαν σε εκείνη, στην κόρη της τη Μαρία, καθώς και σ’ ένα άλλο εγγονάκι που έχω και παίζω αυτή τη στιγμή. Έτσι το πήραμε ζεστά και ασχολήθηκε µόνο µε το τένις».