Αυτή η πυκνή διατύπωση της αντιδραστικής αντίληψης για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια και την κοινωνία φαίνεται ότι αποτυπώνει την επανενεργοποίηση ενός αφηγήματος για τις γυναίκες, το οποίο θεωρούσαμε ότι είχε εκμετρήσει το ζην εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η χθεσινή, ακραία συντηρητική απόφαση το Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, με την οποία αίρεται ο συνταγματικός χαρακτήρας του δικαιώματος στην άμβλωση, ήρθε να ανατρέψει αυτήν την παγιωμένη παραδοχή, αλλά και να προκαλέσει πλήθος πολιτικών αντιδράσεων, καθώς και προβληματισμών για το φεμινιστικό κίνημα.
Οι πολιτικές αντιδράσεις λειτουργούν, ολοένα και περισσότερο, σαν μία βεντάλια, που καλύπτει όλους τους κομματικούς χώρους του δημοκρατικού – συνταγματικού τόξου: φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, σοσιαλιστές, ακόμη και μετριοπαθείς συντηρητικοί διατυπώνουν την ευθεία αντίθεσή τους στο συντηρητικής συνθέσεως δικαστήριο των ΗΠΑ.
Η Πρόεδρος της Βουλής των Δημοκρατικών, Ν. Πελόζι, δήλωσε ότι το «ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικάνους Ανώτατο Δικαστήριο» πέτυχε τον «σκοτεινό και ακραίο στόχο του να καταργήσει το δικαίωμα των γυναικών να λαμβάνουν αποφάσεις για την αναπαραγωγική τους υγεία».
Ο πρώην Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε πως η «έντονα προσωπική» απόφαση για έκτρωση υπόκειται πλέον «στις ιδιοτροπίες πολιτικών και ιδεολόγων, που επιτίθενται στις βασικές ελευθερίες εκατομμυρίων Αμερικανών γυναικών».
Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν τόνισε, από την πλευρά του, ότι η άμβλωση είναι ένα «θεμελιώδες δικαίωμα» που πρέπει να «προστατεύεται» και εξέφρασε την αλληλεγγύη του στις Αμερικανίδες. Ο Καναδός πρωθυπουργός Τ. Τριντό εξέφρασε τη λύπη του για μια «τρομακτική» απόφαση και ο Βρετανός ομόλογός του Μπόρις Τζόνσον εξέφρασε τη λύπη του για «ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω».
Ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους εξέφρασε την απογοήτευσή του: «Τα δικαιώματα των γυναικών πρέπει να γίνονται σεβαστά, θα περίμενα η Αμερική να προστατεύσει αυτά τα δικαιώματα».
Η «ημέτερη» Νίκη Κεραμέως στηλίτευσε τον περιορισμό του δικαωματικού ορίζοντα των γυναικών, γράφοντας στον προσωπικό λογαριασμό της σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης: «Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τις αμβλώσεις στερεί από εκατομμύρια γυναίκες ένα βασικό τους δικαίωμα. Πρόκειται για πρωτοφανή οπισθοδρόμηση στις κατακτήσεις των γυναικών και στην πορεία κατοχύρωσης και διεύρυνσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Πέρα, όμως, από τις αντιδράσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή, η δικαστική απόφαση κινητοποιεί και την κοινωνική βάση, τις φεμινιστικές οργανώσεις σε όλους τους δυτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Οι φεμινιστικές οργανώσεις διαπιστώνουν ότι επιχειρείται και μεθοδεύεται κάτι συνολικότερο: μια ανασύσταση της παλαιάς εικόνας για τη γυναίκα, η οποία παραπέμπει της γυναίκας ως «καλής νοικοκυράς που είναι δούλα και κυρά».
Στην οπτική αυτή, η γυναίκα δεν πρέπει να είναι πλήρως ελεύθερη για το σώμα της και οι υπερσυντηρητικοί κύκλοι επιχειρούν τη σταδιακή επιστροφή του ρολογιού του χρόνου στην κατάσταση που επικρατούσε στις αρχές και στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Η κατάργηση του συνταγματικού δικαιώματος στην άμβλυνση θεωρείται ότι είναι το πρώτο από μια δέσμη πληγμάτων κατά της ισότητας των δύο φύλων, με τη γυναίκα να πρέπει να απομακρύνεται από υποθέσεις και ζητήματα του δημοσίου χώρου.
Έτσι, λοιπόν, δεν πρόκειται για μια νεοσυντηρητική αναδίπλωση που συνδέει μονοσήμαντα τη θέση και το ρόλο της γυναίκας με την ταξική και κοινωνική θέση της, αλλά που αποσκοπεί σε ένα βαθύτερο μετασχηματισμό: την επάνοδο στο μεσοπολεμικό γυναικείο υπόδειγμα, που πρέπει να κινείται πρωταρχικά εντός του οίκου της και η οποία καλείται να περιοριστεί σε ορισμένα, άκρως στοιχειώδη, πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα, τα περιεχόμενα των οποίων θα καθορίζονται, και πάλι, από τον πανίσχυρη ανδρική παρουσία.