Στο «κόκκινο» επίπεδο επιδημιολογικής διασποράς καταγράφεται η συγκέντρωση του ιικού φορτίου του SARS-CoV-2 στα αστικά απόβλητα τη Θεσσαλονίκης, με βάση τις πιο πρόσφατες μετρήσεις για την έρευνα που διεξάγει η Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ με την ΕΥΑΘ, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και στο πλαίσιο του Εθνικού Δικτύου του ΕΟΔΥ, ενώ τα στελέχη ΒΑ.4&5 της Όμικρον ανιχνεύονται στο 90% επί του συνολικού ιικού φορτίου.
Όπως φαίνεται στα διαγράμματα που παρουσιάζει το ΑΠΕ έπειτα από έξι εβδομάδες σε ένα μέτριο (πορτοκαλί) επίπεδο διασποράς του ιού στην κοινότητα, σε συνέχεια της αυξητικής τάσης που ξεκίνησε παράλληλα με τη σταδιακή επικράτηση των στελεχών Όμικρον BA.4&5 του SARS-CoV-2, το ιικό φορτίο πέρασε ξανά σε επίπεδο υψηλής διασποράς.
Συγκεκριμένα, στα δείγματα που λαμβάνονται καθημερινά στην είσοδο της εγκατάστασης επεξεργασίας λυμάτων Θεσσαλονίκης, αναφορικά με τις εξορθολογισμένες τιμές σχετικής έκκρισης ιικού φορτίου, η μέση τιμή των δύο πιο πρόσφατων μετρήσεων, δηλαδή της Τρίτης 21/06/2022 και της Τετάρτης 22/06/2022 είναι:
-Αυξημένη κατά 43% σε σχέση με τη μέση τιμή των δύο αμέσως προηγούμενων μετρήσεων της Κυριακής 19/06/2022 και της Δευτέρας 20/06/2022.
-Αυξημένη κατά 74% σε σχέση με την μέση τιμή της προηγούμενης Τρίτης 14/06/2022 και Τετάρτης 15/06/2022
«Η αύξηση της διασποράς του ιού, όπως την μετράμε στα λύματα τις τελευταίες εβδομάδες και πιο ξεκάθαρα τις τελευταίες ημέρες, δεν είναι αμελητέα, καθώς από τα δεδομένα που μας έθεταν σε επιφυλακή, τώρα έχουμε δεδομένα που μας θέτουν σε εγρήγορση», δήλωσε στο ΑΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικά υπεύθυνος του ερευνητικού έργου, καθηγητής Νίκος Παπαϊωάννου.
«Πρέπει εδώ να είναι σαφές ότι το ιικό φορτίο στα λύματα αποτελεί δείκτη της διασποράς του ιού στην κοινότητα αλλά δεν μπορεί να συσχετιστεί ούτε με την ένταση των συμπτωμάτων ούτε με τη διάρκεια των συμπτωμάτων σε όσους νοσήσουν. Με την επικράτηση των πιο μεταδοτικών στελεχών Όμικρον ΒΑ.4 και ΒΑ.5 ο κίνδυνος μετάδοσης είναι μεγαλύτερος και ακόμη μεγαλύτερος όσο αυξάνεται η χρονική απόσταση από τον τελευταίο εμβολιασμό», εξήγησε ο πρύτανης του ΑΠΘ.