Το τελευταίο διάστημα, ηγεσία και κορυφαία στελέχη του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης αναφέρονται όλο και πιο συχνά στο χρέος, χωρίς, όμως, να γίνεται η απολύτως αναγκαία και θεμελιακή διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ακαθάριστο χρέος.
Σε μια προσπάθεια ανασκευής της οικονομικής πραγματικότητας, επαναλαμβάνεται, όλο και πιο συχνά, από την Κουμουνδούρου το αφήγημα, με βάση το οποίο το χρέος (γενικά και αόριστα) είχε ανέλθει από το 124% πριν από την εφαρμογή των προγραμμάτων διάσωσης στο 184% μετά την εφαρμογή τους και την γνωστή ως πέμπτη αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος, η οποία έπρεπε, κατά την Κουμουνδούρου, να είχε ολοκληρωθεί έξι μήνες πιο νωρίς.
Η γενική και αφηρημένη χρήση του όρου «χρέους» συσκοτίζει εξ αντικειμένου, όμως, σκόπιμα ή όχι, την κομβικής σημασίας διάκριση ανάμεσα στο ακαθάριστο και το δημόσιο χρέος.
Κι ως «ακαθάριστο χρέος» είναι αυτά που χρωστάει η κεντρική Κυβέρνηση, ενώ το «δημόσιο χρέος» είναι αυτά που χρωστάει η γενική Κυβέρνηση, δηλαδή το ακαθάριστο μειωμένο κατά το «ενδοκυβερνητικό χρέος».
Το ενδοκυβερνητικό χρέος είναι πρωταρχικά ο δανεισμός από φορείς του δημοσίου (τα repos), τα χρεόγραφα που διακρατούν οι φορείς του δημοσίου, καθώς επίσης και το χρέος των φορέων που το επηρεάζει αρνητικά το μειώνει, με τις «θυγατρικές» του δημοσίου τομέα δανείζονται για τη «μητρική».
Αυτή η διάκριση, στοιχειώδης για όσους έχουν γνώση συμβατικών οικονομικών, έχει σημασία για τη γενικότερη πληροφόρηση των πολιτών, διότι το ακαθάριστο χρέος είναι διαθέσιμο σε μηνιαία βάση, ενώ για το ενδοκυβερνητικό χρέος απαιτείται λεπτομερής καταγραφή. Συνήθως, απαιτούνται περισσότεροι από τρεις μήνες για μπορεί να είναι διαθέσιμο. Το δημόσιο χρέος είναι αυτό χρησιμοποιείται για τον δείκτη χρέος/Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.
Η διαφορά αυτή είναι πραγματικά κρίσιμη, διότι αφορά σε δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά και γιατί επανέρχεται τεχνηέντως στον δημόσιο διάλογο και την πολιτική αντιπαράθεση, χωρίς όμως να γίνεται η αναγκαία διαφοροποίηση.