Ουδείς έπεσε από τα σύννεφα το 2020 όταν ο Πρόεδρος Μακρόν, είχε αναφέρει στην Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη στην Κορσική, ότι η Τουρκία συνιστά αναθεωρητική δύναμη με ηγεμονικές βλέψεις στην περιοχή και ούτε η χώρα μας θα πρέπει να θεωρεί πως η Τουρκία αποτελεί μια δύναμη με υπεράσπιση μόνο των όσων εκείνη πιστεύει πως της ανήκουν. Η Τουρκία όχι μόνο θέλει να προασπίσει τα συμφέροντά της, αλλά και να προσπαθήσει να επιβληθεί δια αυτών σε όσους επιχειρήσουν να σταθούν εμπόδιο στο πέρασμά της.
Ανεξάρτητα εάν στην επικαιρότητα, όπως είναι σύνηθες πλέον κάθε καλοκαίρι κυριαρχεί η ελληνοτουρκική ένταση, η Τουρκία σταδιακά, μεθοδευμένα και με μαθηματική προσήλωση και πειθαρχία διαμορφώνει την Εξωτερική της πολιτική και τον γεωπολιτικό της ρόλο πάνω σε ηγεμονικό άρμα και με συμμαχίες που κανείς δεν θα πίστευε ότι μπορεί να πετύχει.
Βέβαια, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ένας σκληρός δικτάτορας εάν θέλετε την προσωπική μου άποψη, δεν υπολόγισε στις γεωπολιτικές εξισώσεις που καταστρώνει τα τελευταία χρόνια, την επίθεση των αγορών και φυσικά την απομόνωση στην οποία οδηγείται απόρροια της ακραίας ρητορικής π0υ χρησιμοποιεί τα τελευταία δύο έτη.
Ας μην γελιόμαστε, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ραγδαία οικονομική μετάπτωση της τουρκικής οικονομίας και φυσικά τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα σε μια χώρα που το δημογραφικό τείνει να της γυρίσει μπούμερανγκ αποτέλεσαν ανάχωμα σε μια περεταίρω επεκτατική και συνάμα επικίνδυνη Τουρκία. Παράλληλα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, ότι το παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν είναι μόνο ένα ζήτημα business as usual, μιας και εκτός των ερευνών και εξορύξεων. το τουρκικό αυταρχικό καθεστώς της γειτονικής χώρας παίζει τα ρέστα του σε μια προσπάθεια να πείσει εγχώρια και εξωτερική πολιτική ελίτ, ότι αποτελεί την νέα υπερδύναμη της περιοχής. Και μάλιστα η θέση αυτή του Ερντογάν είναι ιδιαίτερα συγκεκαλλυμένη μιας και ο τουρκικός αναθεωρητισμός έρχεται με τον μανδύα του νεο-Οθωμανισμού και στοχεύει ξεκάθαρα στη διάλυση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία
Κεφάλαιο πόλεμος στην Ουκρανία. Όπως αναφέρουν αρκετοί αναλυτές σε Ελλάδα και εξωτερικό, η Τουρκία επιχειρεί για ακόμη μια φορά να εργαλειοποιήσει μια κατάσταση και ως αναθεωρητική δύναμη να προσπαθήσει να «πάρει και αυτή μέρος στα λάφυρα του νικητή». Επιπροσθέτως, δεν μπορεί να μην είναι ρεαλιστική η αντίληψη, ότι η Τουρκία επιδιώκει να αποτελέσει τον «ενδιάμεσο κρίκο» ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Ρωσία σε μια περίοδο που οι σχέσεις ΗΠΑ- Ρωσίας είναι στο ναδίρ. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε και ως παράθυρο για άμεση ενίσχυση και διεύρυνση του ρόλου της σε μια περιοχή, όπου Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ και Αίγυπτος έχουν επανέλθει δυναμικά.
Η «ευκαιρία της Τουρκίας»
Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα είναι ευκταίο να σημειωθεί, ότι όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, τόσο η Τουρκία θα «γλυκοκοιτάζει Αιγαίο και Συρία» μιας και βλέπει να υπάρχουν δυνατότητες για εκείνη. Ειδικότερα, η Τουρκία φαίνεται, ότι θα συνεχίσει να «παίζει το χαρτί της Δυτικής χώρας» μιας και όπως είπαμε και πιο πάνω η μεγαλομανία της έχει να κάνει με την προβολή πεποίθησης σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο, ότι αποτελεί ισχυρός σύμμαχος της Δύσης, πολύ περισσότερο σε μια περίοδο, που ο Έλληνας Πρωθυπουργός γύρισε με σημαντικό πακέτο δώρων από ΗΠΑ και Γαλλία. Για αυτό και κλιμακώνει συνεχώς με την Ελλάδα και διεθνοποιεί τα ελληνοτουρκικά, μιας και με μεγάλο ενδιαφέρον Ελλάδα και Κύπρος αναμένουν τη στάση του «Σουλτάνου» στην επικείμενη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη στις 29-30 Ιουνίου.
Προσοχή όμως! Για την Τουρκία, με την οικονομία της στον «πάτο» και έναν Ερντογάν να προετοιμάζεται ενδεχομένως για πρόωρες εκλογές, όλα θα πρέπει να τα περιμένουμε. Διότι, για την γειτονική χώρα, ένας πόλεμος Ελλάδας – Τουρκίας δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκλειστεί στο ευρύτερο μέλλον, μιας και μπορεί μια ευθεία σύγκρουση με την Ελλάδα να μην είναι κάτι που σκέφτεται ο Ερντογάν, όμως είναι μια επιλογή που οι στενοί του άνθρωποι του «ψιθιρίζουν» και θα την θέσουν επί τάπητος εάν χρειαστεί να απαντήσει ο Ερντογάν στο δίλλημα εμπλοκή ή απώλεια ευκαιρίας.
«Ο Φάκελος Αιγαίο»
Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια σχεδιασμένη κρίση η οποία ενδεχομένως θα μπορούσε να καταλήξει σε θερμό επεισόδιο. Η χώρα μας οφείλει να είναι προετοιμασμένη για όλα τα σενάρια, με την Τουρκία να γνωρίζει πως η απάντηση αυτή τη φορά θα είναι ηχηρή και δεν θα έχει καμία σχέση με όσα τραγελαφικά έγιναν στα Ίμια. Η απάντηση θα είναι ακόμη ισχυρότερη από εκείνη το καλοκαίρι του 2020, όταν η φρεγάτα «Λήμνος» ανάγκασε τους Τούρκους να φύγουν με την «ουρά στα σκέλια» πίσω στη Σμύρνη.
Παράλληλα, έχει σημασία εάν θα επιμείνουμε στη γραμμή των 6 ν.μ , και εάν επιτέλους θα προχωρήσουμε στην επέκταση των 12 ν.μ, μιας και δεν είναι παράλογο να εκτιμήσουμε, ότι ενδεχομένως στο μέλλον η Τουρκία να επιχειρήσει τετελεσμένα μέσα σε Ελληνική Α.Ο.Ζ που έχει οριοθετηθεί με την Αίγυπτο. Και φαντάζεστε το πόσο δύσκολο ερώτημα θα είναι ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Διότι μπορεί να μην φθάσουμε σε πόλεμο, αλλά να προσκληθούμε σε αυτόν.
«Τι επιθυμεί η Ελλάδα;»
Αυτό που πρέπει να επιθυμεί η χώρα μας είναι το να έχει αφενός καλές σχέσεις με την Τουρκία, όμως για κανέναν λόγο δεν θα πρέπει να υποταχθούμε στα φοβικά σύνδρομα του παρελθόντος, ούτε να επιτρέψουμε τη δημιουργία ενός νέου Συνδρόμου της Στοκχόλμης με τις όποιες απειλές και φόβους για ενδεχόμενη φινλανδοποίηση.
Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν εχέγγυο εμπιστοσύνης, ασφάλειας και αξιοπιστίας και βρίσκονται στη διάθεση της Κυβέρνησης και των πολιτών της χώρας με σκοπό την αποτροπή οποιουδήποτε επιχειρήσει να σφετεριστεί τα ελληνικά συμφέροντα. Βεβαίως, «συν Αθηνά και χείρα κίνει» και αυτό είναι κάτι που ευτυχώς η σημερινή Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη το έχει καταλάβει. Η ποιοτική αναβάθμιση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων σε συνδυασμό με την διάνοιξη νέων διπλωματικών οδών, δίνει στη χώρα μας ένα πρώτο προβάδισμα στην αέναη αυτή διένεξη με την Τουρκία.