Εξίσου, διαμήνυσε ότι «είμαστε σε επαγρύπνηση, είμαστε προετοιμασμένοι» και υπογράμμισε: «Είναι αυτονόητο ότι προστατεύουμε με όλους τους ενδεδειγμένους τρόπους τα εθνικά συμφέροντα, στη βάση πάντα του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας. Έχουμε ενισχύσει τη χώρα γεωπολιτικά, μέσω διμερών συμφωνιών, καθώς και μιας εκστρατείας ενημέρωσης διεθνώς, η οποία ήδη αποδίδει, όπως φαίνεται και από την καθαρή στάση έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, που τηρούν ολοένα και περισσότεροι εταίροι και σύμμαχοί μας».

Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε εκ νέου την ετοιμότητά της Ελλάδας για διάλογο, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και ιδιαίτερα του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, επισημαίνοντας ότι «εμείς είμαστε ειλικρινείς όταν διακηρύσσουμε τη βούλησή μας να μείνουν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Άγκυρα». Σε κάθε περίπτωση, εκτίμησε ότι οφείλουν και οι δύο πλευρές, ιδίως τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας, να διατηρούν ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας, ακόμα και σε περιόδους έντασης, επανέλαβε πως δεν είναι επιλογή της ελληνικής πλευράς η διακοπή των διαύλων και σημείωσε ότι «το να συνομιλούμε δεν σημαίνει ότι κάνουμε “εκπτώσεις” στις πάγιες θέσεις μας για τα εθνικά συμφέροντα. «Δεν βάλαμε εμείς τέλος στη διαδικασία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας. Ούτε στις Διερευνητικές επαφές, στον Πολιτικό Διάλογο, στην Θετική Ατζέντα, στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» ανέφερε και υπογράμμισε ότι εναπόκειται στην Τουρκία να επανέλθει στον διάλογο, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.

Μάλιστα, έστειλε το μήνυμα πως «εάν η Τουρκία, τορπιλίζοντας εν τοις πράγμασι την επικοινωνία, προσδοκά εκπτώσεις στα διεθνώς κατοχυρωμένα ελληνικά δικαιώματα, η Ελλάδα έχει καταστήσει σαφές τι θα πράξει: δεν θα αφήσουμε περιθώριο αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας μας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων».