Στροφή προς την Κίνα πρέπει να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να εφαρμόσει την πολιτική της για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, μιας και η ασιατική χώρα αποτελεί βασική παραγωγό και χρήστη κρίσιμων πρώτων υλών για την παραγωγή φωτοβολταϊκών συστημάτων, επεσήμανε από τη Θεσσαλονίκη, η Ανθή Χαραλάμπους, πρόεδρος της Διεθνούς Οργάνωσης Ηλιακής Ενέργειας της Κύπρου.
Μιλώντας στο 13ο συνέδριο με τίτλο «SEE Energy Dialogue», που διοργανώνει υβριδικά στη Θεσσαλονίκη το Ινστιτούτο Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ), η κα Χαραλάμπους επισήμανε πως «κάποιες από τις πρώτες ύλες, που χρησιμοποιούνται σήμερα για την παραγωγή εγκαταστάσεων φωτοβολταϊκών περιέχουν ορυκτά και μεταλλεύματα, που είναι στρατηγικής σημασίας για την κοινοτική οικονομία και που η προμήθειά τους τελεί ήδη υπό αυξημένο κίνδυνο».
Όπως είπε, στην ΕΕ δεν γίνεται σήμερα εξόρυξη σπάνιων γαιών και λίγες χώρες ελέγχουν παγκοσμίως την προμήθεια κρίσιμων και μη κρίσιμων πρώτων υλών του είδους σε μεγάλο βαθμό, κάτι που εγκυμονεί κινδύνους τόσο για την ασφάλεια των προμηθειών, όσο και για εκδήλωση κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων: «Η Κίνα ελέγχει την παγκόσμια αγορά ως η βασική παραγωγός και χρήστης των κρίσιμων πρώτων υλών και η εξάρτηση της ΕΕ από την Κίνα σε αυτό το πεδίο είναι σίγουρα παράγοντας κινδύνου και πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη όταν προγραμματίζουμε την πολιτική για τις ΑΠΕ στην Ευρώπη και τους μακροπρόθεσμους στόχους για την κλιματική ουδετερότητα», είπε η κα Χαραλάμπους, ενώ ως προς την περιβαλλοντική πτυχή της ραγδαίας ανάπτυξης της αγοράς φωτοβολταϊκών σημείωσε πως έως το 2050 υπολογίζεται ότι θα παράγονται 60 εκατ. τόνοι αποβλήτων από τέτοια συστήματα, «άρα είναι σημαντικό να συμπεριλάβουμε και τις ΑΠΕ στην κυκλική οικονομία».
Αναφερόμενη ειδικά στην Κύπρο, η κα Χαραλάμπους υπενθύμισε τις μέχρι στιγμής επιδόσεις της χώρας στην ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο ενεργειακό της μείγμα, επισημαίνοντας ωστόσο, πως αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις ως προς τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ώστε να εναρμονιστεί με τις κοινοτικές επιταγές. «Ο δρόμος μπροστά είναι να προαχθούν περαιτέρω οι ενεργειακές κοινότητες, να δοθεί περισσότερη δύναμη στους “prosumers” (σ.σ. πολίτες που παράγουν και καταναλώνουν ταυτόχρονα), να ενθαρρυνθούν τα smart grids (έξυπνα δίκτυα) και η αποθήκευση ενέργειας, να δοθεί έμφαση στις «πράσινες» επαγγελματικές δεξιότητες και να ξεπεραστούν εμπόδια που σχετίζονται με τις συνδέσεις του δικτύου ενέργειας»