Μια αποστροφή της συνέντευξης που παραχώρησε χθες βράδυ στην ΕΡΤ1 ο Πρωθυπουργός τροφοδότησε τα σενάρια για πιθανές πρόωρες εκλογές, που, πλέον, βρίσκονται σε άμεση και στενή συνάρτηση με έναν κατ’ εξοχήν πολιτικό θεσμό, το αναλογικό εκλογικό σύστημα.
Συγκεκριμένα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατύπωσε για ακόμη μία φορά την επιθυμία του να ολοκληρώσει το κυβερνητικό έργο έως το τέλος της τετραετίας, αλλά αυτό είναι δυνατόν να προϋποθέτει την πρόωρη προσφυγή στις εθνικές κάλπες. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι οι προσεχείς εκλογές θα διεξαχθούν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, ενός θεσμού που, κατά κανόνα, δεν οδηγεί στην δημιουργία αυτοδύναμων κυβερνήσεων και σε απόλυτες μονοκομματικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Αυτό το στοιχείο της αβεβαιότητας ενισχύεται περαιτέρω από την εκπεφρασμένη βούληση του Πρωθυπουργού να απορρίπτει καταρχήν το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με απλή αναλογική και, κατά λογική επέκταση, σε περίπτωση μη εξασφάλισης αυτοδύναμης κυβερνητικής πλειοψηφίας από την Νέα Δημοκρατία, θα χρειασθεί και η διεξαγωγή επαναληπτικών βουλευτικών εκλογών, κάτι που θα μεταφρασθεί στην πράξη σε περίπου δυόμιση μήνες.
Το ζήτημα, που εγείρεται σε αυτήν την περίπτωση υψηλής επικαιρότητας και έντονου προβληματισμού, είναι ιδιαίτερα σοβαρό, γιατί έχει να κάνει με την ομαλή διακυβέρνηση του τόπου, η οποία, στην περίπτωση αυτή, δεν υπονομεύεται από στενά υλικούς παράγοντες, όπως το ήθελε επί δεκαετίες η κυρίαρχη μαρξιστική εκλογική κοινωνιολογία.
Βέβαια, η επισήμανση αυτή δεν σημαίνει πως δεν συντρέχουν σοβαροί υλικοί, «αντικειμενικοί» παράγοντες στην τρέχουσα συγκυρία. Η ενεργειακή κρίση, η αύξηση των τιμών στα καύσιμα και σε βασικά αγαθά και η ταυτόχρονη μείωση της αγοραστικής δύναμής μας είναι απτοί παράγοντες, που επηρεάζουν σημαντικά τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής μας.
Η επισήμανση, όμως, σημαίνει, ότι ένας υποτιμημένος από έναν αριτερό λόγο θεσμικός παράγοντας της πολιτικής αντιπαράθεσης κερδίζει εξ αντικειμένου μέτρα στο έδαφος της ζώσας πολιτικής διαπάλης και αναδεικνύεται σε ρυθμιστικό στοιχείο των εξελίξεων.
Με αυτόν τον τρόπο, εισβάλλει δυναμικά στο προσκήνιο των πολιτικών υποθέσεων, που απασχολούν ειδησεογραφικά γραφεία και κύκλους αναλυτών, ο θεσμικός παράγοντας, με τη μορφή, αυτήν την φορά, του εκλογικού συστήματος. Οι πολιτικοί θεσμοί δεν είναι απλά παίγνια στα χέρια των οικονομικά ισχυρών παικτών, αλλά έχουν την δική τους, εσωτερική δυναμική και είναι δυνατόν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να παίζουν και τον κομβικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα και τις πολιτικές εξελίξεις, περιθωριοποιώντας χονδροειδείς αντιλήψεις περί θεσμικού κρετινισμού.
Η επισήμανση της αυτόνομης επίδρασης των θεσμών στην ατομική συμπεριφορά και, μέσω αυτής, στις εκβάσεις των πολιτικών διαδικασιών είναι η κοινή αρχή της νεοθεσμικής προσέγγισης του πολιτικού φαινομένου, είτε πρόκειται για την ορθολογική, είτε για την κοινωνιολογική, είτε για την ιστορική της εκδοχή. Αν και η νεοθεσμική αναλυτική προσέγγιση της πολιτικής παρουσιάζει την εγγενή αδυναμία να ερμηνεύσει με πειστικό τρόπο τη θεσμική αλλαγή, φωτίζει σταθερές της πολιτικής πραγματικότητας και υπενθυμίζει την αυτονομία της πολιτικής και της ιδιαίτερης σχέσης που αυτό διατηρεί με την όλη συλλογική πραγματικότητα σε συνθήκες κοινωνικής πολυπλοκότητας, όπως είναι η σημερινή.
Είναι τουλάχιστον ελέγξιμο, λοιπόν, να θεωρείται ότι οι πολιτικές εξελίξεις του επόμενου διαστήματος θα «τρέξουν» με μόνη βάση την ενεργειακή και την σύστοιχη οικονομική κρίση. Η γνώση του εκλογικού συστήματος και της λογικής που το διαπερνά ίσως φανεί χρήσιμη ακόμη και στους πιο δύσπιστους αντι – θεσμικούς, που ανάγουν, σε τελικό βαθμό, όλες τις πολιτικές εξελίξεις στη σφαίρα της οικονομίας. Η ίδια η χθεσινή πρωθυπουργική αναφορά, έστω και έμμεση, δίνει ένα περίγραμμα, ένα πλαίσιο – θεσμικό.