Είμαστε μάρτυρες, τις τελευταίες μέρες, μιας ρητορικής κλιμάκωσης της έντασης από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία απειλεί με θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο. Θα πρόκειται για μέγα λάθος από ένα αυταρχικό καθεστώς, που, ως τέτοιο, δεν λειτουργεί στη βάση των αρχών μιας σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία γνωρίζει να ενεργοποιεί διαδικασίες και μηχανισμούς απορρόφησης εξωτερικών κραδασμών. Πιθανό θερμό επεισόδιο θα σήμαινε αρκετές και σημαντικές διακινδυνεύσεις για τον Ερντογάν προσωπικά και την Τουρκία συνολικά.
Μια θερμή κίνηση θα συνεπαγόταν την επιβολή κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ιδίως, της Γαλλίας εναντίον της Τουρκίας. Η Άγκυρα δεν έχει ουσιαστικά γευθεί την πικρή γεύση των κυρώσεων, αλλά, τούτη τη φορά, η συγκυρία είναι ιδιαίτερα δυσμενής για αυτήν, δεδομένης της αναταραχής και της εγρήγορσης του συνόλου του δυτικού κόσμου, που πληρώνει το μάρμαρο των αποτυχημένων επιλογών του δικτάτορα του Κρεμλίνου.
Θερμό επεισόδιο θα σήμαινε, επίσης, την υποβάθμιση της στρατιωτικής υπεροχής των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας στο Αιγαίο Πέλαγος έναντι της Τουρκίας. Οι πρόσφατες αιχμηρές δηλώσεις του επίτιμου αρχηγού ΓΕΕΘΑ κ. Μιχαηλ Κωσταράκου δεν έγιναν για «εσωτερική κατανάλωση» και προς τέρψιν εγχωρίων θερμοκέφαλων, αλλά έδωσαν το στίγμα της υψηλής στρατιωτικής αυτοεκτίμησης και υπενθύμισαν, με τον τρόπο τους, τη σχετική ελληνική υπεροχή.
Ακόμη, το τουρκικό καθεστώς και προσωπικά ο Ερντογάν θα αναλάβουν το υψηλό ρίσκο της περαιτέρω επιβάρυνσης των ήδη εξαιρετικά προβληματικών δημοσίων οικονομικών της Τουρκίας. Η υποτίμηση της τουρκικής λίρας, η αύξηση του κόστους ζωής και η μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών έχουν ήδη φέρει τους Τούρκους στα πρόθυρα διοργάνωσης νέων μαζικών διαδηλώσεων με αίτημα την παραίτηση Ερντογάν.
Επιπλέον, θερμό επεισόδιο θα σήμαινε, εκ των πραγμάτων, παραπέρα φθορά της ήδη γκριζαρισμένης διεθνούς εικόνας της Τουρκίας, μετά και την αποτυχία της να διαδραματίσει ρόλο ειρηνοποιού και διαμεσολαβητή ανάμεσα στην Ρωσία και το ΝΑΤΟ/Δυτικό κόσμο.
Κι ακόμη: θα σήμαινε το έγκλημα καθοσιώσεως στην πολιτική, που είναι η υποτίμηση του αντιπάλου. Η Ελλάδα του 2022 δεν είναι η Ελλάδα της προηγούμενης δεκαετίας των αλλεπάλληλων μνημονίων, της εκτεταμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και της ραγδαίας πολιτικής αστάθειας, αλλά μια χώρα με ισχυρό πολιτικό ιστό, με ενισχυμένο το αίσθημα της εθνικής αυτοπεποίθησης και με σαφώς βελτιωμένους τους μακροοικονομικούς δείκτες της.
Βέβαια, ο Ερντογάν και το στρατιωτικό κατεστημένο της γείτονος μπορούν να εκτιμήσουν διαφορετικά την κατάσταση και τις υπάρχουσες ισορροπίες, μα ο ρόλος του ταραξία της περιοχής πολύ εύκολα μετατρέπεται σε ρόλο του γραφικού ονειροπαρμένου που βλέπει τις νεοαυτοκρατορικές βλέψεις του να συντρίβονται επί του πεδίου.