Στον πόλεμο λέξεων και εντυπώσεων, η ετικέτα του «ακροκεντρώου» επιχειρείται να επικολληθεί στην πολιτική πλάτη του Πρωθυπουργού, ενός πολιτικού που αυτοκαθορίζεται ως ιδεολογικά φιλελεύθερος και πολιτικά κεντρώος, χωρίς η ρετσέτα να προσιδιάζει στον έως τώρα πολιτικό βίο του Κ. Μητσοτάκη.
Ο όρος υποστηρίζεται από την αριστερά και, ιδίως, από μια σύγχρονη εκδοχή της, αυτήν του αριστερού ριζοσπαστισμού. Τη συναντάμε, λόγου χάριν, στην γαλλική πολιτική ζωή, όταν διανοούμενοι φίλα διακείμενοι στον Μελανσόν και στην «Ανυπότακτη Γαλλία», της οποίας ηγείται, αναφέρονται σε κεντρικές πολιτικές που ασκεί ο Μακρόν, κατ’ εξοχήν εκφραστής του φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού Κέντρου στην Ευρώπη.
Οι εν λόγω διανοούμενοι, αφού λάνσαραν τον αδόκιμο όρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, κατηγορούν, σχεδόν λιθοβολούν, τον Γάλλο Πρόεδρο, ότι, πίσω από την ετικέτα του «μετριοπαθούς κεντρώου» υποκρύπτεται η προώθηση του οικονομισμού της νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Πρόκειται, όμως, ουσιαστικά για το ίδιο ατόπημα στο οποίο υποπίπτουν και εγχώριοι κριτικοί του «μητσοτακισμού», παρασυρόμενοι από μια ιδεολογική εμμονή που τους κάνει να βλέπουν παντού φαντάσματα του Χάγιεκ και σκελετούς του Νόζικ. Σε ευθεία αντίθεση προς ό,τι πρεσβεύουν και διακινούν σχετικά, ο σημερινός Πρωθυπουργός μάλλον φειδωλός αποδεικνύεται στην πράξη στην προώθηση μεταρρυθμίσεων για την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Ας μην ανησυχούν λοιπόν οι φίλοι και οι φίλες του εγχώριου ριζοσπαστισμού της αριστεράς: η ιδιωτική επιχειρηματικότητα εξακολουθεί να παραμένει ύποπτη στη συλλογική συνείδηση μεγάλης μερίδας της κοινωνικής μας ολότητας και οι εισφορές σε δημόσια ταμεία εξακολουθούν να τρέχουν υψηλές για τους ιππότες της ελεύθερης αγοράς.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, το ακραίο Κέντρο βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, επειδή υποστηρίζεται ότι κάνει αφαίρεση της κοινωνίας. Στην ημέτερη περίπτωση, όμως, η κοινωνία δεν εκλαμβάνεται ως ένα σύνολο ασύνδετων οντοτήτων, που κατατρύχονται από το μόνο πάθος των εγωιστικών σκοποθεσιών τους. Οι πρόσφατες παρεμβάσεις της κρατικής οντότητας, μέσω των αρμοδίων υπουργείων και διοικητικών υποσυστημάτων, για την αντιμετώπιση της ενεργειακής και σύστοιχης πληθωριστικής κρίσης κινούνται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Το ίδιο αποτυπώνεται και στις πολιτειακές εκκλήσεις για κινητοποίηση της σύγχρονης κοινωνίας πολιτών και των συσσωματώσεών της. Από ό,τι διαπιστώνεται, όμως, για θεωρητικούς της αριστερής radicalité το κοινωνικό ταυτίζεται, συμπίπτει πλήρως με το κρατικό, ακόμη κι αν πρόκειται για την κινητοποίηση των πολιτών για την αντιμετώπιση ενός έκτακτου καιρικού φαινομένου ή για την αντιπυρική ασφάλεια του τόπου κατοικίας τους.
Προσφάτως, δε, διατυπώθηκε και η αιτίαση περί συμμόρφωσης των «ακροκεντρώων» στην νομιμότητα και τον κοινοβουλευτισμό. Οι «δολοφονίες χαρακτήρα» αρχίζουν να αφθονούν, σε έντυπα, στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από πιστούς στα σοσιαλιστικά ιδεώδη προς όσους και όσες ήρθαν σε ρήξη με αντιλήψεις περί αστικής νομιμότητας και κοινοβουλευτικού κρετινισμού, πέρασαν στις γραμμές του κέντρου και, πλέον, πυκνώνουν τις τάξεις του φιλελεύθερου κινήματος στην Ελλάδα. Επιστρατεύεται λεξιλόγιο παλαιών δεκαετιών από ανθρώπους που, σε άλλες περιπτώσεις, εγκαλούν τον «ακροκεντρώο» Μητσοτάκη για παραβίαση της νομιμότητας και περιφρόνηση του Κοινοβουλίου.
Σε κατακλείδα, ο Πρωθυπουργός επιχειρείται να εμφανισθεί ως το πειθήνιο πολιτικό ενεργούμενο της οικονομικής ελίτ και ενδύεται τη λεοντή του κεντρώου για να προωθήσει τις πλέον αντιλαϊκές πολιτικές. Ο αριστερός ριζοσπαστικός νεοπουριτανισμός εκτιμά ότι σημαδεύει σωστά, όταν προσάπτει στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας την κατηγορία του «ακροκεντρώου», και, ενδεχομένως, ορισμένες μερίδες της υλικά κυρίαρχης ελίτ να αρέσκονται, από μανιέρα ή/και από οικονομικό και συμβολικό συμφέρον, να συστήνονται ως (αυτάρεσκα) κεντρώες. Υπάρχει όμως η λογική της αδήριτης πραγματικότητας, ο ρυθμός των αντικειμενικών γεγονότων, που ακυρώνει εν τοις πράγμασι την εν λόγω αιτίαση.