Σπεύδω να ομολογήσω την καχυποψία μου (ουδείς τέλειος, ουδείς αναμάρτητος), αλλά και μια παιδιόθεν δυσανεξία, ότι, παντού και πάντοτε, κάτι εξυφαίνεται από κάποιους σε βάρος μου. Έτσι, τύχη αγαθή το έφερε να μένω σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα με χαμηλό μίσθωμα (ναι, ενοικιαστής είμαι, ο κοινωνικά ανάλγητος) και να απολαμβάνω τη γειτνίαση με τους ιδιοκτήτες της απέναντι γωνιακής μονοκατοικίας. Ο φίλος μου ο γείτονας έχει έναν καλό λόγο για την ταπεινότητά μου, αλλά και μια έμφυτη ροπή προς την συνωμοσία σε συλλογικά ζητήματα: πανδημία της covid – 19, άρνηση εμβολιασμού, ρωσόφιλος, αρνητής του ευρωπαϊσμού, αναγνώστης Αγκάθα Κρίστι και Γιάννη Μαρή.
Μια αρκετά επιδερμική αντιμετώπιση, που τείνει να γίνει και κυρίαρχη, είναι ότι πρόκειται για ψεκασμένο, για θύμα της «ψέκας» και των θεωριών συνωμοσίας. Δεν πείθει εύκολα, όμως, διότι ηχεί σαν ανάθεμα ή, στην καλύτερη περίπτωση, σαν ετικέτα που πρέπει να επικολλήσουμε στην πλάτη όσων δεν ασπάζονται προσεγγίσεις, που επιχειρούν να εξορθολογίσουν τα πράγματα.
Ας μην λησμονούμε πως η αδυναμία ελέγχου της φύσης και γενικά της πραγματικότητας φοβίζει τον άνθρωπο γενικά, κι όχι τον πάντα καχύποπτο ειδικά. Ο άνθρωπος θέλει να έχει τον έλεγχο. Βλέποντας πως δεν τον έχει, καθώς η φύση είναι απρόβλεπτη και δεν τιθασεύεται εύκολα, έψαξε να βρει τρόπους εκλογίκευσης αυτής της κατάστασης και προσπάθησε να βάλει κάπως τάξη στην αταξία. Ξεκίνησε λοιπόν από την απλή διαπίστωση πως οτιδήποτε κάνει ο άνθρωπος γίνεται για κάποιον λόγο κι αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος θέτει στόχους και κάνει προγραμματισμούς. Αυτή η έμφυτη ιδιότητα να θέτει στόχους τον οδήγησε όμως στο να θεωρήσει πως και η ίδια η φύση λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Ότι δηλαδή πίσω από κάθε φυσικό με την ευρεία έννοια φαινόμενο ή γεγονός κρύβεται ένας σκοπός. Αυτός ο ανθρωπομορφισμός της φύσης με τη σειρά του έχει ως αναγκαστική συνέπεια το ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος ή κάτι που να θέτει τους σκοπούς πίσω από τα φυσικά φαινόμενα, όπως ακριβώς πίσω από τις ανθρώπινες υποθέσεις υπάρχει ένας άνθρωπος που τις επιλέγει ή καθορίζει. Αυτός ήταν ένας απ’ τους δρόμους με τους οποίους το ανθρώπινο είδος οδηγήθηκε στην πεποίθηση της ύπαρξης θεών ή μοίρας. Η μοίρα και ο Θεός στην πιο κοινή τους σημασία δεν συμβολίζουν παρά την απουσία της τυχαιότητας. Είναι αυτά που θέτουν τους σκοπούς πίσω από κάθε πράγμα. Όλα γίνονται για κάποιον λόγο. Η μοίρα ή ο Θεός καθορίζει αυτό τον λόγο ανάλογα με την ”βούλησή” τους. Τα πάντα είναι καθορισμένα προς κάποιον τελικό σκοπό.
Το σημαντικότερο όμως είναι το ότι υπάρχει κάποιος ή κάτι που τα καθορίζει. Τίποτα δεν γίνεται τυχαία.
Τι συμβαίνει όμως όταν εκκοσμικευτεί αυτή η αντίληψη, ότι υπάρχει κάτι που ελέγχει και καθορίζει τα πάντα; Όταν δηλαδή εγκαταλειφθεί ή αδυνατίσει η πίστη στον Θεό ή στη μοίρα; Τότε πλέον απομένουν τρεις δρόμοι. Ο πρώτος είναι ότι απλά ο μεμονωμένος άνθρωπος απεγκλωβίζεται από τις θρησκευτικές αντιλήψεις, κάνει στροφή προς τον επιστημονικό τρόπο σκέψης ή και στην αποχή από την κριτική σκέψη, δέχεται τον παράγοντα της τύχης και τραβάει τον δρόμο του ερμηνεύοντας τον κόσμο εντελώς διαφορετικά απ’ ότι πριν και με βασικό άξονα τον σκεπτικισμό ή την παντελή αδιαφορία. Η θέση του θεού και της μοίρας μένει κενή και το συγκεκριμένο άτομο νιώθει υπέροχα από αυτή την κατάσταση, δεν αισθάνεται κανένα κενό, απολαμβάνει την έλλειψη θεού και μοίρας (εσφαλμένως πιστεύει ότι η ανυπαρξία Θεού συνδέεται με την ανυπαρξία τελικής κρίσης και έτσι νιώθει πιο ελεύθερος ως προς τις ηθικές του επιλογές) και έτσι ο σκεπτικισμός ή η αδιαφορία (ως τα δύο άκρα) είναι η αναγκαστική εξέλιξη.
Ο δεύτερος δρόμος είναι ότι κάποιος βιώνει πιο τραυματικά αυτόν τον «θάνατο του Θεού». Τον βιώνει ως έλλειψη καθώς η θέση του Θεού πλέον μένει ξαφνικά κενή, χωρίς να βρίσκεται κάτι άλλο εκεί για να την πληρώσει. Σαν να ζει κανείς μεγάλο μέρος της ζωής του με μαζί με κάποιον που τον ενέπνεε κι εκείνος ξαφνικά πεθαίνει. Έτσι, σε αυτό το άτομο, σε αντίθεση με το πρώτο, δημιουργείται μια τρόπον τινά κατάθλιψη λόγω της ξαφνικής έλλειψης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, καταλήγει να αναζητά κάτι άλλο για να γεμίσει τη θέση που έμεινε κενή, καθώς δεν αντέχει αυτή την κενότητα. Δεν θέλει να ξαναβάλει κάποια θρησκεία ή κάποιο Θεό. Ψάχνει συνεπώς για κάτι άλλο. Αυτό μπορεί να το βρει στο χρήμα, στον έρωτα, στη φύση, σε κάποιο χόμπι ή ακόμα και σε κάποιον άλλο άνθρωπο, επαναφέροντας έτσι έμμεσα τον «Θεό» με άλλη μορφή. Η θέση γεμίζει ξανά και το άτομο αυτό νιώθει πάλι σιγουριά και ασφάλεια. Δεν το ενδιαφέρει η τάξη και η ύπαρξη σκοπού πίσω από κάθε τι. Αποδέχεται την τυχαιότητα αλλά δεν του φτάνει μόνο αυτή. Θέλει και κάτι άλλο, στο οποίο να καταφεύγει στις δύσκολες στιγμές. Μπορεί να είναι κάτι που δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ, όμως απλά θέλει να νιώθει την παρουσία του, τη δύναμή του. Ένας συνδυασμός τάξης και αταξίας. Πολλές φορές βλέπει ότι έκανε λάθος επιλογή, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει απ’ το να αλλάζει συνεχώς «θεούς» μέχρι να βρει τον κατάλληλο.
Υπάρχει όμως κι ένας τρίτος δρόμος. Τον δρόμο αυτό τον ακολουθούν όσοι, έχοντας εγκαταλείψει την πεποίθηση σε ύπαρξη Θεού και μοίρας, συνεχίζουν να πιστεύουν ακράδαντα ότι τίποτε δεν γίνεται τυχαία. Έτσι, ψάχνουν να βρουν ποιος ή τι κρύβεται πίσω από τα πράγματα. Τι είναι αυτό που ελέγχει τα πράγματα; Ποιος είναι αυτός που τα καθορίζει; Εδώ βρίσκεται η απαρχή των θεωριών συνωμοσίας. Οι άνθρωποι που τις ασπάζονται μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν θρησκευόμενοι άνθρωποι που πιστεύουν σε συνωμοσιολογίες. Οι θρησκευόμενοι απορρίπτουν την τυχαιότητα καθώς τα πάντα εξαρτώνται απ’ τον Θεό. Έτσι είναι εξοικειωμένοι με την αντίληψη ότι κάτι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, κάτι που τα καθορίζει. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να μεταφέρουν αυτή την αντίληψη και στον κόσμο των ανθρώπων και έτσι να πιστέψουν ότι κάποιος κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα. Κάποιοι βλέπουν αυτό τον κάποιον επίσης με ημιθεϊκή μορφή π.χ. σατανάς, ενώ κάποιοι άλλοι, βλέπουν οργανωμένα γκρουπ ανθρώπων που ελέγχουν τον κόσμο. Όμως, γι’ αυτήν την ομάδα στο τέλος ο Θεός είναι αυτός που θα θριαμβεύσει. Στη δεύτερη ομάδα, από την άλλη, βρίσκονται άνθρωποι που έχουν αποβάλλει την πίστη τους σε Θεό ή μοίρα αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν πιστεύουν σε τυχαιότητα. Για αυτούς, κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει και να κινεί τα νήματα. Έτσι καταλήγουν σε σενάρια συνωμοσίας ισχυρών ανθρώπων, οι οποίοι μέσω της οικονομίας, των θρησκειών, της τεχνολογίας ή άλλων στοιχείων της καθημερινότητας, καθορίζουν τα πράγματα και ελέγχουν τον κόσμο.
Στις συνωμοσιολογίες, λοιπόν, και σε τέτοιου είδους ανορθολογικές πεποιθήσεις είναι επιρρεπείς τόσο άνθρωποι που θρησκεύουν, όσο και άνθρωποι που δεν θρησκεύουν. Με πολιτικούς όρους: τόσο αριστεροί, όσο και δεξιοί. Οι θεωρίες συνωμοσίας μάλιστα επειδή δεν εστιάζουν στο «φανερό», το οποίο θα μπορούσε να αποδειχτεί με μια άνεση, αλλά στο «κρυφό», είναι τόσο ισχυρές, ώστε μπορούν να αιτιολογήσουν οποιοδήποτε γεγονός συμβαίνει τριγύρω: από την πτώση των δίδυμων πύργων και την δολοφονία του Κένεντι μέχρι την αλλαγή στη συμπεριφορά των ανθρώπων, την πολιτική τους επιλογή ή την απόρριψη ενός έρωτα.
Κι εγώ, αυτή τη στιγμή, μπορεί να γράφω αυτό το κείμενο επειδή εξυπηρετώ συμφέροντα σκοτεινών δυνάμεων που με έβαλαν να πείσω τον κόσμο, ότι δεν υπάρχουν συνωμοσίες. Επειδή ακριβώς μπορούν να αιτιολογήσουν τα πάντα, αποτελούν ένα συμπαγές ολοκληρωμένο θεώρημα που έχει πολύ μεγάλη ισχύ και παρασύρει στον ανορθολογισμό πλήθος ανθρώπων ανάμεσα στους οποίους μπορεί να συγκαταλέγονται και αρκετοί -κατά τ’ άλλα- σοβαροί επιστήμονες ή άνθρωποι της διανόησης. Ο παράγοντας της μόρφωσης βοηθάει αρκετά στην καταπολέμηση αυτών των αντιλήψεων αλλά δεν αποκλείει τη διολίσθηση σε αυτόν τον τρόπο σκέψης. Εκείνο που χρειάζεται κυρίως είναι η διαρκής εγρήγορση της λογικής. Και βέβαια, η καλλιέργεια καλών σχέσεων με τους καλούς άλλους, όπως ο καχύποπτος μα πολύτιμος γείτονάς μου.