Πριν από μερικά χρόνια η Λιν Νότατζ, δυο φορές βραβευμένη με Πούλιτζερ θεατρική συγγραφέας, στο πλαίσιο μιας πρωτοβουλίας που ανέπτυσσε για να αναγνωριστεί η συμβολή των γυναικών στο θέατρο, αποφάσισε να τιμηθεί η Λορέιν Χάνσμπερι ως η πρώτη μαύρη γυναίκα θεατρική συγγραφέας του Μπρόντγουεϊ.
Πριν από τέσσερα χρόνια ανέθεσαν στην Άλισον Σάαρ να φιλοτεχνήσει ένα άγαλμα της θεατρικής συγγραφέως, σε φυσικό μέγεθος. Η Χάνσμπερι κρατά μια άσβεστη φλόγα ενώ περιβάλλεται από πέντε καρέκλες που αντιπροσωπεύουν πτυχές της ζωής της και προσκαλούν τους ανθρώπους «να καθίσουν και να σκεφτούν μαζί της», όπως λέει η καλλιτέχνιδα.
Το άγαλμα θα αποκαλυφθεί στην Times Square στις 9 Ιουνίου, όπου και θα παραμείνει ως τις 12 Ιουνίου και στη συνέχεια θα ξεκινήσει περιοδεία σε όλη τη χώρα, κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, καθ’ οδόν προς τη μόνιμη θέση του στο Σικάγο, τη γενέτειρα της Χάνσμπερι
Η πρωτοβουλία έχει και ένα δεύτερο σκέλος, μια υποτροφία για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης δύο μη λευκών γυναικών ή non binary μεταπτυχιακών φοιτητών, συγγραφέων που δημιουργούν για τη σκηνή, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο. Από το επόμενο έτος, το ταμείο υποτροφιών ύψους 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων θα δίνει στους πρώτους αποδέκτες του 25.000 δολάρια ετησίως, για έως και τρία χρόνια – την τυπική διάρκεια ενός μεταπτυχιακού προγράμματος.
Μάλιστα η Λιν Νότατζ, σε μια δήλωση για τη σημασία της υποτροφίας, είπε πως όταν ήταν στο Yale School of Drama έμαθε ότι θα μπορούσε να πάρει δημόσια βοήθεια για να πληρώσει τα ψώνια και το ηλεκτρικό ρεύμα, και όταν έδειξε στο τμήμα πρόνοιας στο New Haven το εισόδημά της τής είπαν «Ναι, ζεις κάτω από το όριο της φτώχειας», ενώ την ίδια περίοδο τα μεγάλα ιδρύματα έδιναν πλουσιοπάροχα οικονομική βοήθεια σε εύπορους σπουδαστές μεγάλων πανεπιστημίων.
Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια που είχε δώσει μάχη κατά του φυλετικού διαχωρισμού, με πατέρα μεσίτη και μητέρα δασκάλα οδήγησης, η Χάνσμπερι αφού μετακόμισε στη Νέα Υόρκη εργάστηκε στην εφημερίδα «Freedom» του παναφρικανιστικού κινήματος, όπου συνεργάστηκε με άλλους διανοούμενους όπως ο Paul Robeson και ο W. E. B. Du Bois. Μεγάλο μέρος του έργου της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αφορούσε τους αφρικανικούς αγώνες για απελευθέρωση και τον αντίκτυπό τους στον κόσμο, αλλά και το ότι ήταν γκέι γυναίκα και την καταπίεση της ομοφυλοφιλίας. Η οικογένειά της ανήκε σε ένα κύκλο στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν ο ποιητής Langston Hughes, ο τραγουδιστής, ηθοποιός και πολιτικός ακτιβιστής Paul Robeson, ο μουσικός Duke Ellington και ο χρυσός ολυμπιονίκης Jesse Owens. Ήταν νονά της κόρης της Νίνα Σιμόν, η οποία έγραψε για αυτήν το τραγούδι «To Be Young, Gifted and Black».
Το 1950 η Χάνσμπερι αποφάσισε να ακολουθήσει την καριέρα της ως συγγραφέας στη Νέα Υόρκη, όπου φοίτησε στο New School. Μετακόμισε στο Χάρλεμ το 1951 και συμμετείχε σε ακτιβιστικούς αγώνες, όπως ο αγώνας κατά των εξώσεων.
Η Χάνσμπερι πέθανε από καρκίνο του παγκρέατος πολύ νέα, στα 34, και ο Τζέιμς Μπάλντουιν πίστευε ότι «δεν είναι καθόλου τραβηγμένο να υποπτευθούμε ότι αυτά που είδε συνέβαλαν στην πίεση που τη σκότωσε, γιατί η προσπάθεια στην οποία ήταν αφιερωμένη η Λορέιν είναι κάτι παραπάνω από αρκετή για να σκοτώσει έναν άνθρωπο». Το μήνυμα που έστειλε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έγραφε ότι «η δημιουργική της ικανότητα και η βαθιά κατανόηση των σοβαρών κοινωνικών ζητημάτων που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα θα παραμείνουν έμπνευση για τις γενιές που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη».