Ένα από τα πολλά δεινά που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού ήταν η επιβράδυνση της προόδου προς την καθολική πρόσβαση στην ενέργεια, ενώ σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση, μπορεί να φέρει ολέθρια αποτελέσματα, σύμφωνα με την έκθεση από την Παγκόσμια Τράπεζα.
Όπως αναφέρει η έκθεση παγκοσμίως, 733 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια και 2,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μαγειρεύουν χρησιμοποιώντας καύσιμα που είναι επιβλαβή για την υγεία τους και το περιβάλλον. Με τον τρέχοντα ρυθμό προόδου, 670 εκατομμύρια άνθρωποι θα παραμείνουν χωρίς ηλεκτρική ενέργεια έως το 2030—10 εκατομμύρια περισσότεροι από ό,τι είχε προβλεφθεί πέρυσι.
Η έκθεση με τίτλο «Tracking SDG 7: The Energy Progress Report» δείχνει ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένων των lockdown, των διακοπών στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και της εκτροπής των δημοσιονομικών πόρων για να διατηρηθούν οι τιμές των τροφίμων και των καυσίμων προσιτές, έχουν επηρεάσει τον ρυθμό προόδου προς τον Στόχο Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDG 7) για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή, αξιόπιστη, βιώσιμη και σύγχρονη ενέργεια έως το 2030.
Οι πιο ευάλωτες χώρες
Η πρόοδος έχει παρεμποδιστεί ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες χώρες και σε εκείνες που ήδη υστερούν στην πρόσβαση σε ενέργεια. Σχεδόν 90 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ασία και την Αφρική που είχαν προηγουμένως αποκτήσει πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια, δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να πληρώσουν για τις βασικές ενεργειακές τους ανάγκες.
Οι επιπτώσεις της κρίσης της COVID-19 στην ενέργεια επιδεινώθηκαν τους τελευταίους μήνες από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία οδήγησε σε αβεβαιότητα στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου και εκτόξευσε τις τιμές της ενέργειας στα ύψη.
Στις ΑΠΕ οι ελπίδες
Η έκθεση διαπιστώνει ότι παρά τις συνεχιζόμενες διακοπές στην οικονομική δραστηριότητα και τις αλυσίδες εφοδιασμού, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ήταν η μόνη πηγή ενέργειας που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ωστόσο, αυτές οι θετικές παγκόσμιες και περιφερειακές τάσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν αφήσει πίσω πολλές χώρες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό επιδεινώθηκε από τη μείωση των διεθνών χρηματοοικονομικών ροών για δεύτερη συνεχή χρονιά, που υποχώρησαν στα 10,9 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2019.
Οι στόχοι του SDG 7 καλύπτουν επίσης την ενεργειακή απόδοση. Από το 2010 έως το 2019, οι παγκόσμιες ετήσιες βελτιώσεις στην ενεργειακή ένταση ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1,9%. Αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από τα επίπεδα που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων του SDG 7 και για να αναπληρωθεί το χαμένο έδαφος, ο μέσος ρυθμός βελτίωσης θα πρέπει να εκτιναχθεί στο 3,2%.