Ίσως αυτός ο ρόλος του έμοιαζε πολύ: η ελεύθερη φύση του ατρόμητου Κρητικού ταίριαζε γάντι σε εκείνο το αλάνι από το Μεξικό που κατέκτησε το Χόλιγουντ. «Το αστείο είναι ότι ένας από τους πιο αγαπημένους μου ρόλους σε όλες τις ταινίες που έπαιξα ήταν ο Ζορμπάς ο Έλληνας. Και νομίζω πως έγινα κάπως σαν τον Ζορμπά από τη στιγμή που τον έπαιξα», συνήθιζε να λέει ο ίδιος.
Ο Αντόνι Κουίν ήταν παιδί ενός Ιρλανδο-μεξικανού, συντρόφου του Πάντσο Βίλα και μιας πανέμορφης καλλονής, που έβγαζε τα προς το ζην, ράβοντας τις προίκες ανύπαντρων κοριτσιών. Γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1915 στη μεξικάνικη πόλη Τσιουάουα. Λόγω όμως των πολιτικών πεποιθήσεων του πατέρα του και της Μεξικανικής επανάστασης, αναγκάζονται να μεταναστεύουν στις φτωχογειτονιές του Λος Άντζελες. Οι Αμερικανοί δεν τον θεωρούν δικό τους, οι Μεξικανοί δεν αποδέχονται κάποιον που λέγεται Κουίν κι έτσι εκείνος αποφάσισε να γίνει πολίτης του κόσμου.
«Προσπάθησα να γνωρίσω τον εαυτό μου πολλές φορές, αλλά συνέχεια άλλαζα. Ποτέ δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος από τη μια μέρα στην άλλη. Νομίζω ότι δεν γράφει κανείς την ιστορία της ζωής του για να θυμηθεί, αλλά για να ξεχάσει. Τι σημασία έχει το τι πέρασα; Σημασία έχει μόνο ποιος είμαι. Και εγώ είμαι ο Άντονι Κουίν: γιος, αδελφός, εποχιακός αγρότης, φοιτητής, εραστής, ηθοποιός, σύζυγος, πατέρας, γλύπτης, ζωγράφος, αλαζονικό κάθαρμα. Είμαι Μεξικάνος, Ιρλανδός, Ινδιάνος, Αμερικάνος, Ιταλός, Έλληνας, Ισπανός, Κινέζος, Εσκιμώος, μουσουλμάνος. Είμαι όλα αυτά και πολλά άλλα. Και πολύ λιγότερα. Πάνω απ’ όλα όμως είμαι καλλιτέχνης. Αυτή ήταν η αρχή μου και αυτό θα είναι το τέλος μου», είχε δηλώσει.
Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε ατύχημα όταν ήταν εννιά χρόνων κι από τότε εκείνος έκανε σωρό δουλειές για να τα βγάλει πέρα: μάζευε φρούτα στην Καλιφόρνια, δούλευε σε φάμπρικες, έπαιζε μποξ, λούστραρε παπούτσια… Δεν εγκατέλειψε όμως ποτέ το σχολείο. Αγαπούσε τη γνώση και μελετούσε κάθε βράδυ με πάθος. Έτσι κατάφερε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο, ζωγραφική κι αρχιτεκτονική, αν και ποτέ δεν πήρε πτυχίο. Έχει όμως το δικό του πρόγραμμα που ακολουθούσε απαρέγκλιτα: κάθε βδομάδα διάβαζε ένα βιβλίο, ερχόταν σε επαφή με ένα νέο έργο τέχνης και άκουγε μια καινούρια μουσική συμφωνία.
Τα χρόνια των σπουδών του γνώρισε τον Φρανκ Λόιντ Ράιτ, τον σπουδαίο Αμερικανό αρχιτέκτονα που εκτίμησε μια μακέτα του φοιτητή Κουίν για ένα σουπερμάρκετ. Εκείνος του πρότεινε να κάνει μια επέμβαση για να διορθώσει ένα πρόβλημα που είχε στην ομιλία του. Μετά από την εγχείρηση κι αφού η άρθρωσή του βελτιώθηκε αισθητά, τον παρακίνησε να ασχοληθεί με την υποκριτική.
Έτσι άρχισε να τρέχει στα μεγάλα στούντιο, ζητώντας μια θέση κομπάρσου. Τα πρώτα δολάρια που έβγαλε από τη νέα του ενασχόληση, τον έκαναν να αποφασίσει ότι αυτόν τον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει
Το 1936 παίρνει το βάπτισμα του πυρός στο θέατρο, παίζοντας στο πλευρό της Μέι Γουέστ. Παίρνει καλές κριτικές και χάρη στην εξωτερική του εμφάνιση προσλαμβάνεται σε μια σειρά από γουέστερν της εποχής. Οι φήμες μάλιστα λένε ότι κατάφερε να πείσει τον σκηνοθέτη και παραγωγό Σεσίλ ντε Μιλ πως ήταν πράγματι Ινδιάνος Σεγιέν! Κάπως έτσι γνώρισε την κόρη του Ντε Μιλ, την Κάθριν, με την οποία παντρεύτηκε έναν χρόνο αργότερα. Μαζί απέκτησαν πέντε παιδιά, αλλά δυστυχώς ο πρωτότοκος γιος τους πνίγηκε στην πισίνα ενός γειτονικού σπιτιού, γεγονός που ο Κουίν δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει.
Ο γάμος του με την Κάθριν έληξε άδοξα, όταν εκείνη ανακάλυψε μια εξωσυζυγική του περιπέτεια με μια ενδυματολόγο από την ταινία «Βαραββά». Κατά τη διάρκεια των πολύμηνων γυρισμάτων που έγιναν στην Ιταλία, ο γυναικοκατακτητής Κουίν, που κατά δήλωσή του είχε πάνω από 3000 ερωμένες, ερωτεύτηκε τη νεαρή του συνεργάτη και μαζί της απέκτησε ένα παιδί.
Μετά από το διαζύγιό του, παντρεύτηκε την πέτρα του σκανδάλου, αλλά ούτε κι αυτή η σχέση κράτησε πολύ. Εν τω μεταξύ συνεχίζει την καριέρα του στον κινηματογράφο, παίζοντας μικρούς ρόλους, όλων των εθνικοτήτων – είχε πάντα μεγάλο ταλέντο στις προφορές- αλλά η μεγάλη επιτυχία του ήρθε από το θέατρο, όταν έπαιξε στο «Λεωφορείο Ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλλιαμς με το θίασο του Καζάν. Για δύο χρονιά όργωνε την Αμερική με περιοδείες, αλλά η μεγάλη ευκαιρία για τη μεγάλη οθόνη δεν έλεγε να έρθει.
Όμως το 1952 κερδίζει το Όσκαρ Β’ Ανδρικού για την ταινία «Viva Zapata!», παίζοντας τον μεγαλύτερο αδερφό του Εμιλιάνο Ζαπάτα στο πλευρό του Μάρλον Μπράντο. Παρόλα αυτά η πρόταση για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο αργεί ακόμα. Απηυδισμένος αλλά όχι απογοητευμένος- η απογοήτευση δεν ήταν μια λέξη που ταίριαζε στον Κουίν- φεύγει για την Ιταλία. Παίρνει μέρος σε ιστορικά έπη, όπως ο «Αττίλας ο Ούνος» ή ο «Οδυσσέας», ώσπου τελικά έρχεται η στιγμή που περίμενε: ο Φεντερίκο Φελίνι του εμπιστεύεται τον πρώτο ρόλο στην ταινία «Ο Δρόμος» (1954).
Ερμηνεύοντας τον αρσιβαρίστα Zampano στο πλάι της Τζουλιέτα Μασίνα, γνωρίζει την παγκόσμια καταξίωση κι έτσι την επόμενη χρονιά του γίνεται η πρόταση να ερμηνεύσει τον ζωγράφο Πολ Γκογκέν στο «Πάθος για Ζωή», που του εξασφαλίζει το δεύτερο χρυσό αγαλματίδιο.
Αμέσως μετά, αποσπά άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ για τη συμμετοχή του στο κλασικό φιλμ του Τζορτζ Κιούκορ «Wild is the Wind» και περνάει από μια πλειάδα ευρωπαϊκών χωρών, πρωταγωνιστώντας σε μεγάλες παραγωγές. Σημαντικότερος σταθμός σε αυτή τη διαδρομή ήταν ο ρόλος του Κουασιμόδο στην «Παναγία των Παρισίων» (1957).
Tη δεκαετία του 1960, ερμηνεύει μια σειρά από εμβληματικούς ρόλους θα τον στείλουν στο κινηματογραφικό πάνθεον: έρχεται στη Ρόδο και παίζει έναν Έλληνα αντιστασιακό στα «Κανόνια του Ναβαρόνε» (1961)- μάλιστα οι κάτοικοι δίνουν προς τιμή του το όνομά του σε μια παραλία του νησιού – ερμηνεύει τον πρώην μποξέρ στο «Requiem for a heavyweight» (1962) και αλλά κι έναν αχρείο βεδουίνο στον θρυλικό «Λόρενς της Αραβίας» (1962)!
Το 1964 είναι η μεγάλη του στιγμή: ο Κακογιάννης τον επιλέγει για την ταινία «Zorba the Greek». Μπορεί οι δυο τους να τσακώνονταν στα γυρίσματα, μια μέρα μάλιστα ήρθαν στα χέρια, όμως τελικά εκείνος ο ατρόμητος Κρητικός έμελλε να είναι ο ρόλος της ζωής του. Ο Κακογιάννης προσπαθούσε να του μάθει συρτάκι, όμως ο Κουίν ήταν ανυπότακτη φύση και δεν σήκωνε πολλές υποδείξεις. Χόρευε όπως εκείνος ήθελε, με πάθος και καρδιά, γι’ αυτό σε αρκετά πλάνα στην ταινία δη στα μακρινά είναι ντουμπλαρισμένος από ένα χορευτή. Τελικά οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν αργότερα, όταν ο Κουίν δήλωσε σε συνέντευξή πως ο Κακογιάννης ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης με τον οποίο είχε συνεργαστεί.
Στα γυρίσματα της ταινίας όμως, αν και τελικά δεν έγινε εξπέρ στο συρτάκι σε αντίθεση με αυτό που νομίζουν οι περισσότεροι, ο Κουίν λάτρεψε την Ελλάδα, τον πολιτισμό της, την κουλτούρα της αλλά και το τάβλι
Όπως ο Ζορμπάς, κι εκείνος είχε χάσει έναν γιο και ο ρόλος τον βοήθησε, όπως είχε πει επανειλημμένως, να αποδεχτεί τον τραγικό χαμό του: «Δεν είχα μιλήσει ποτέ, ποτέ, ποτέ για τον θάνατο του γιου μου. Δεν είχα ποτέ χρησιμοποιήσει τη λέξη “θάνατος” σε σχέση με τον γιο μου. Αλλά κάθε βράδυ στην παράσταση (έπαιξε και στη σκηνή μια θεατρική μεταφορά του έργου) έπρεπε να πω “είναι νεκρός”… Τελικά, ο Ζόρμπας κι εγώ μοιάζουμε παρά πολύ…».
Δέκα χρόνια αργότερα, ένας ακόμα μεγάλος Έλληνας προστίθεται στο βιογραφικό του, όταν αναβίωσε τον Αριστοτέλη Ωνάση για λογαριασμό της αμερικανικής τηλεόρασης («Onassis: The Richest Man in the World»).
Από τη δεκαετία του 1970, η καριέρα του άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Παίζει πια σε μικρές και αμφιβόλου ποιότητας αμερικανικές παραγωγές. Καμάρωνε όμως για τους ρόλους του Μεξικανού και του Ινδιάνου που ενσάρκωνε με το τσουβάλι, βοηθώντας όπως πίστευε το λευκό αμερικανικό κοινό να εξοικειωθεί με τις πολιτισμικές παραδόσεις του τόπου τους.
«Πάλεψα από νωρίς για να απαλλαγούμε από τα στερεότυπα και απαίτησα Μεξικάνοι και Ινδιάνοι να αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια στις ταινίες», είπε το 1978 την ώρα που γύριζε τη μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία του «Τα Παιδιά του Σάντσεζ», όπου και έπαιζε τον πάτερ φαμίλια μιας τυπικής μεξικάνικης οικογένειας της δεκαετίας του 1960.
Έκανε σχέσεις με αμέτρητες γυναίκες κι απέκτησε δεκατρία παιδιά, τα οποία αγαπούσε περισσότερο από τις μανάδες τους, όπως έλεγε ο ίδιος. Ανάμεσα στις κυρίες που έπεσαν θύματα της γοητείας του, κι εκείνος βέβαια της δικής τους, ήταν η Κάρολ Λόμπαρντ, η Ρίτα Χέιγουορθ για την οποία είχε πει ότι «δεν είχαμε ποτέ πολλά να πούμε, αλλά δεν ήταν και απαραίτητο», η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, αλλά και η κόρη της!
Ο παθιασμένος Άντονι Κουίν άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Ιουνίου 2001 στη Βοστόνη της Μασαχουσέτης, εξαιτίας αναπνευστικών προβλημάτων, έχοντας στο πλευρό του την τρίτη του σύζυγο Kathy Benvin (παντρεύτηκαν το 1997) και τα δώδεκα παιδιά του.
Τις εμπειρίες του τις κατέγραψε σε δύο βιβλία: το «The original sin» (1972) και το «One man tango» (1997)
«Η ζωή μου ήταν μια καβαλαρία. Ανέβηκα σε κάθε λόφο σαν να ήταν ο τελευταίος, έστριψα σε κάθε γωνία σαν να επρόκειτο να ανακαλύψω κάποιο μυστικό. Έκανα ότι έμελλε να συμβεί. Έφαγα. Γέλασα. Δούλεψα. Έθαψα τον πατέρα μου. Δούλεψα. Έφαγα. Πήρα τα παιδιά απ’ το σχολείο. Σήκωσα το τηλέφωνο. Έμαθα το σενάριο. Ζωγράφισα. Ξαναγέλασα. Έκλαψα. Δεν στάθηκα ούτε στιγμή. Πάντα υπάρχει κάτι καινούργιο να ανακαλύψεις. Πρέπει να υπάρχει…» είπε σε μια συνέντευξή του στο Βήμα, συμπυκνώνοντας σε λίγες γραμμές μια γεμάτη ζωή.