Το ερώτημα δεν σταματά να απασχολεί φιλελεύθερους και μαρξιστές θεωρητικούς, αν και την αφορμή την δίνει η ίδια η ζώσα πραγματικότητα. Αυτή επαναφέρει το ερώτημα στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας, με τον έναν ή τον άλλο δεινό: η πανδημία της covid – 19 και οι επακόλουθοι κοινωνικοί αποκλεισμοί, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση και η συνεπαγόμενες πληθωριστική κρίση και μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Η οδός της βιώσιμης και κοινωνικά υπεύθυνης οικονομίας, την οποία φαίνεται να ακολουθεί και η εγχώρια κυβερνητική πλειοψηφία, εικάζεται, όχι αυθαίρετα, ότι μπορεί να αποτελέσει τη διέξοδο για την αποδυνάμωση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Με δεδομένο το μέγεθος αυτών των προβλημάτων, μια πολιτική μείωσης των ανισοτήτων δεν πρέπει να επικεντρώνεται αποκλειστικά στο εισόδημα και τον πλούτο. Η σύγχρονη πολύπλοκη κοινωνικοοικονομική συνθήκη απαιτεί μια ολιστική (ναι, ξέρω) προσέγγιση με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Διαφορετικά, οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα μπουν στον πειρασμό να κάνουν βραχυπρόθεσμες βελτιώσεις με άμεσες πολιτικές αποδόσεις, όπως είναι η αυξημένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, αντί να επενδύσουν στη μακροπρόθεσμη ευημερία. Οι απαραίτητες ανταλλαγές πρέπει όμως να ποσοτικοποιηθούν, ώστε οι πολιτικοί ηγέτες να μπορούν να εξηγήσουν αξιόπιστα στους πολίτες ότι η θυσία λίγης ευημερίας σήμερα θα οδηγήσει σε μια καλύτερη ζωή αύριο.
Για τους φιλελεύθερους αλλά και τους συντηρητικούς πολιτικούς ηγέτες, η πρόκληση είναι να υιοθετήσουν μια στρατηγική που να είναι τόσο διεθνής όσο και τοπική, προσαρμοσμένη σε ένα δεδομένα βεβαρημένο περιβάλλον. Διαφορετικά, μέτρα που στοχεύουν στη διόρθωση ενός τύπου ανισότητας θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέες ανισότητες. Μπορούμε να καταπολεμήσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη, επιδοτώντας την εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών, αλλά τότε πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για διαμαρτυρίες από εκείνους που μείωσαν το αποτύπωμα άνθρακα πριν από την εισαγωγή αυτών των επιδοτήσεων.
Η υπεράσπιση της ισότητας σε όλες της τις διαστάσεις απαιτεί μια ευρύτερη προοπτική των ανισοτήτων. Είναι συχνή συνέπεια της μηδενικής δυναμικής, του ενοικίου, του παρασιτισμού και της διαφθοράς. Οι πιο σημαντικές μορφές ανισότητας αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, συχνά εξελίσσονται σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εργασία θεωρούνταν βασικό δικαίωμα, ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η πρόσβαση στο διαδίκτυο υψηλής ταχύτητας και χαμηλού κόστους έγινε κορυφαία προτεραιότητα.
Άλλος βασικός μοχλός για την καταπολέμηση των ανισοτήτων στο εσωτερικό του κοινωνικού σώματος είναι η φορολογία, αφού παράγει έσοδα για τη χρηματοδότηση κοινωνικών πολιτικών χωρίς αποκλεισμούς και τη μείωση των χασμάτων εισοδήματος και πλούτου. Αυτό δεν είναι για να αντιμετωπίσουμε τον πλούτο ως πρόβλημα από μόνο του, αλλά μάλλον για να ακολουθήσουμε την αρχή της διαφάνειας του φιλελεύθερου στοχαστή John Rawls, σύμφωνα με την οποία οι ανισότητες δικαιολογούνται μόνο εάν ωφελούν τους λιγότερο εύπορους.
Με βάση αυτήν την παραδοχή, η φορολογική δομή θα μπορούσε να βελτιωθεί για να επιτύχει καθ’ όλα επιθυμητούς στόχους, όπως είναι η απλότητα, η αποτελεσματικότητα, η σταθερότητα ή καλύτερα κίνητρα για εργασία ή προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Ο καπιταλισμός δεν είναι, λοιπόν, εξ ορισμού και πάντα δίκαιος, όπως ισχυρίζεται για τον εαυτό της η κομμουνιστική υπόσχεση. Και στις ημέρες μας, ο οικονομικός φιλελευθερισμός βρίσκεται με νέες προκλήσεις, χωρίς να ευθύνεται για όλες, αλλά για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτούνται νέες λύσεις.