Μεγαλύτερες θα είναι επιπτώσεις σε πληθωριστικές πιέσεις στο 2ο τρίμηνο του 2022 στο εισόδημά που που θα έχουν διαθέσιμο τα νοικοκυριά, όπως αναφέρει η η Eurobank, αναφέροντας ωστόσο ως παράγοντες αντιστάθμισης, τουλάχιστον στη βραχυχρόνια περίοδο, την άνοδο της απασχόλησης, του κατώτατου μισθού και τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, προσθέτοντας δε πως μεσοπρόθεσμα, καθοριστική είναι η συμβολή της παραγωγικότητας.
Κυρίαρχος καθοδικός κίνδυνος για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα (και όχι μόνο) το 2022, όπως αναφέρει το ot.gr είναι η άνοδος των τιμών. Ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ διαμορφώθηκε στο 6,6% το 1ο τρίμηνο 2022, ενώ στο δίμηνο Απριλίου-Μαΐου 2022 ενισχύθηκε πε-ραιτέρω στο 9,9%.
Αρνητικές επιδράσεις σε πραγματική ιδιωτική κατανάλωση και ΑΕΠ
Τα εν λόγω μεγέθη μειώνουν, ceteris paribus, κατά το ίδιο ποσοστό τον πραγματικό ρυθμό μεταβολής του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ασκώντας αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική ιδιωτική κατανάλωση και στο πραγματικό ΑΕΠ. Επιπρόσθετα, η ισχυρή άνοδος του γενικού επιπέδου των τιμών, ειδικά σε μια οικονομία σαν την ελληνική όπου για πολλά χρόνια ο πληθωρισμός ήταν πολύ ήπιος ή αρνητικός, συνιστά παράγοντα αβεβαιότητας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις δαπάνες τους σε κατανάλωση και επένδυση αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά το 1ο τρίμηνο 2022, οι πωλήσεις σε σταθερές τιμές στο λιανικό εμπόριο ενισχύθηκαν οριακά κατά 0,3% QoQ (σ.σ. από τρίμηνο σε τρίμηνο) (10,7% YoY- από έτος σε έτος) από 1,6% QoQ (14,6% YoY) το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στο χονδρικό εμπόριο κατέγραψε μείωση 1,2% QoQ από αύξηση 2,1% QoQ το 4ο τρίμηνο 2021. Παρόμοια αποτελέσματα σημειώθηκαν και στη μεταποίηση, με τον δείκτη παραγωγής να συρρικνώνεται κατά 1,0% QoQ το 1ο τρίμηνο 2022 από αύξηση 3,6% QoQ το προηγούμενο τρίμηνο.
Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό σχετικά με την πορεία του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ελλάδα, από το 2009 έως το 2019, η Εurobank σημειώνει τα ακόλουθα:
Από το τέλος του 2009 μέχρι το 2013, εν μέσω έντονης δημοσιονομικής προσαρμογής, μείωσης της απασχόλησης και ύφεσης, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα, δηλαδή οι διαθέσιμοι χρηματικοί πόροι προς κατανάλωση και αποταμίευση, συρρικνώθηκε κατά €57,1 δι-σεκ. σε τρέχουσες τιμές ή 33,0%.
Την περίοδο της παρατεταμένης στασιμότητας, δηλαδή από το τέλος του 2013 μέχρι το 2017, καταγράφηκε πτώση της τάξης των €2,2 δισεκ. ή 1,8%, ενώ το 2018, για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια συνεχούς συρρίκνωσης, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικο-κυριών στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά €1,1 δισεκ. ή 1,0%, με τον ρυθμό αύξησης να επιταχύνεται στα €4,7 δισεκ. ή 4,0% τον επόμενο χρόνο (2019), εν μέσω θετικών προσδοκιών για τη μεσοπρόθεσμη πορεία της οικονομίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2012 μέχρι το 2019, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ήταν διαρκώς μεγαλύτερη από το διαθέσιμο εισόδημα, αποτέλεσμα που ισοδυναμεί με αρνητική αποταμίευση. Το κενό καλυπτόταν είτε με μείωση του χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών είτε με δανεισμό.