Το 1940 η Μπάρμπαρα Ντάλι Μπέικελαντ τα είχε όλα. Ήταν παντρεμένη με τον γοητευτικό Μπρουκς Μπέικελαντ, εγγονό του χημικού Λίο Μπίκλαν, του εφευρέτη του πλαστικού. Ήταν μέλος της καλή κοινωνίας και θεωρείτο ένα από τα 10 ομορφότερα κορίτσια της Νέας Υόρκης και φιγούραρε στα καλύτερα περιοδικά μόδας της εποχής.
Ωστόσο, κάτω από τη γυαλιστερή επιφάνεια του χρήματος και της εξουσίας υπήρχαν σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας στην οικογένεια. Ο πατέρας της είχε αυτοκτονήσει το 1932, όταν εκείνη ήταν μόλις 10 ετών. Το έκανε να μοιάζει σαν ατύχημα, ώστε να μπορέσει η οικογένειά του να διεκδικήσεις την αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρία. Από την άλλη πλευρά η μητέρα της είχε καταρρεύσει από ψυχικά αίτια, κάποια χρόνια πριν γεννηθεί η Μπάρμπαρα και γενικά είχε ασταθή συμπεριφορά.
Ο σύζυγός της Μπρους Μπέικελαντ είχε παραδεχτεί ότι η Μπάρμπαρα ήταν πολύ όμορφη και είχε αυτοπεποίθηση, αλλά ισχυριζόταν πως τον παγίδευσε ώστε να την παντρευτεί, λέγοντάς του ότι είναι έγκυος.
Το 1946, το ζευγάρι απέκτησε πράγματι έναν γιο, τον Άντονι, “Τόνι”, Μπέικελαντ. Όταν, συν τω χρόνω, το παιδί αποκάλυψε πως είναι γκέι, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε πραγματικά χώρος στον κόσμο των γονιών του για εκείνον. Η Μπάρμπαρα ήθελε απεγνωσμένα να παντρευτεί ο γιός της και έτσι τον έστελνε αρχικά σε ιερόδουλες για να “θεραπεύσουν την ομοφυλοφιλία του γιού της”.
Παράλληλα, ο γάμος της Μπάρμπαρα και του Μπρουκς κλυδωνιζόταν. Ύστερα από μία εξωσυζυγική σχέση που είχε με μια συμμαθήτρια του γιου τους σε συνδυασμό με το γεγονός πως δεν μπορούσε να διαχειριστεί το ζήτημα της σεξουαλικότητας του γιού του αποφάσισε να πάρει διαζύγιο.
Η μετακόμιση στο Λονδίνο και η κορύφωση του δράματος
Τότε, η Μπάρμπαρα Μπέικελαντ αποφάσισε με τη σειρά της να εγκαταλείψει την Αμερική και να ζήσει με τον γιό της στο Λονδίνο. Τότε ήταν που άλλαξε δραματικά και η δική τους σχέση. Μια σχέση εξάρτησης, μια σχέση σύνθετη και με εξάρσεις. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός και κάθε τόσο τού σύστηνε κοπέλες. Όταν οι σχέσεις αποτύγχαναν, τα έβαζε με τον εαυτό της. Η αδερφή του άντρα της τη θυμάται μάλιστα να λέει πώς “ξέρεις, θα μπορούσα να αλλάξω την ομοφυλοφυλία του αν τον είχα στο κρεβάτι”.
Το 1972, ο Τόνι λυγίζοντας υπό το βάρος της κατάστασης, επιτέθηκε στη μητέρα του με κουζινομάχαιρο. Εκείνη κατόρθωσε να ξεφύγει από την επίθεση και δεν έκανε βέβαια μήνυση. Εκείνος όμως άρχισε να επισκέπτεται ψυχίατρο. Ο γιατρός την ενημέρωσε πως πράγματι διέτρεχε κίνδυνο η ζωή της, ισχυρισμό που εκείνη δεν έλαβε στα σοβαρά.
Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 17 Νοεμβρίου του 1972, ο Τόνι σκότωσε τη μητέρα του καρφώνοντας της ένα μαχαίρι στην καρδιά. Όταν ένας αστυνομικός έφτασε είδε τον Τόνι εντελώς αποσταστιοποιημένο απ΄ό,τι είχε συμβεί, να παραγγέλνει μάλιστα φαγητό απ’ έξω.
Στη συνέχεια νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο για τρία σχεδόν χρόνια, από όπου πήρε εξιτήριο χάρη στην επιρροή της οικογένειάς του. Μετακόμισε λοιπόν μαζί με τη γιαγιά του, στο διαμέρισμά της στη Νέα Υόρκη. Μέσα στην πρώτη εβδομάδα επανέλαβε την ίδια πράξη: αποπειράθηκε να σκοτώσει τη γιαγιά του και προφυλακίστηκε. Την ημέρα της δίκης βρέθηκε με μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι. Είχε αυτοκτονήσει.
Η σχέση του με τη μητέρα του μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία Savage Grace.