Η ελληνική μεταπολιτευτική ιστορία διδάσκει ότι, σε αδρές γραμμές, πολιτικώς σκόπιμο και φρόνιμο για μία Κυβέρνηση είναι να μην δρομολογεί μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στο τελευταίο έτος της διακυβέρνησής της. Το κλισέ θέλει τα ΑΕΙ να αποτελούν έναν πάντα «ευαίσθητο τομέα» και οι όποιες αλλαγές δεν πρέπει να γίνονται στο τέλος αλλά στην αρχή της κυβερνητικής θητείας, προκειμένου το πολιτικό κόστος για την Κυβέρνηση να είναι περιορισμένο. Αυτή τη φορά, οι σχετικές αναλύσεις και προβλέψεις αστόχησαν για μια δέσμη από λόγους.
Ο πρώτος από αυτούς αφορά ουσιαστικά το χρόνο της προωθούμενης μεταρρύθμισης. Οι αναλύσεις υποτίμησαν το χρονικό βάρος των απρόσμενων, δυσάρεστων καταστάσεων, με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη η Κυβέρνηση έως τώρα. Η εμφάνιση και η πανδημική κρίση της covid – 19, η τουρκική αυθάδεια και, από τις αρχές του έτους, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και η συνεπαγόμενη αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά αποτέλεσαν πραγματικά έκτακτες και επείγουσες συνθήκες, στο ύψος των οποίων όφειλε να αρθεί η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία. Και η προσπάθεια αυτή, πολιτικοδιοικητική και οικονομική, απαιτούσε τους χρόνους της.
Ακόμη, δεν σπουδαιολογήθηκαν στον αναμενόμενο βαθμό ώριμα αιτήματα του φοιτητικού κόσμου και των πιο δυναμικών στρωμάτων των εργαζομένων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εκτιμήθηκε λανθασμένα ότι φοιτητές και εργαζόμενοι στα ΑΕΙ ήταν, στο σύνολό τους, εξοικειωμένοι με την επικρατούσα κατάσταση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ότι, κατά προέκταση, δεν επιθυμούσαν κάποια ουσιώδη μεταβολή της ενδοπανεπιστημιακής στασιμότητας.
Συγκεκριμένα, η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών και φοιτητριών δεν φαίνεται να ασπάζεται το μύθο περί «ρωμαλέου και ανυποχώρητου φοιτητικού κινήματος», αλλά, αντιθέτως, να συνηγορεί υπέρ των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει ο σχετικός νόμος – πλαίσιο. Ενδεικτικά, τα υπάρχοντα προγράμματα σπουδών κερδίζουν αναντίρρητα σε ελκυστικότητα και σε εκσυγχρονισμό από το «Ελληνικό Erasmus», από τη δυνατότητα της επιλογής άλλων μαθημάτων άλλων Τμημάτων και από τα διεπιστημονικά κοινά προπτυχιακά προγράμματα σπουδών μεταξύ πανεπιστημιακών Τμημάτων, του ίδιου ή άλλων Πανεπιστημίων, είτε εντός είτε εκτός Ελλάδας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, και οι προωθούμενες αλλαγές για τους εργαζόμενους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Χαρακτηριστικά, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ένα μέλος ΔΕΠ να αντιστρατεύεται στην περαιτέρω προώθηση δράσεων για την κινητικότητα ερευνητών, να αντιτίθεται στην προσέλκυση επισκεπτών καθηγητών και ερευνητών από ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα, να απορρίπτει την ανάπτυξη κοινών ερευνητικών υποδομών που δημιουργεί οικονομίες κλίμακας.
Έγινε ήδη λόγος για το μύθο του «ρωμαλέου και ανυποχώρητου φοιτητικού κινήματος». Θα μπορούσε, κάλλιστα, να γίνει λόγος και για άλλους μύθους, όπως είναι αυτός που θέλει το σύνολο του διοικητικού, διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού «βολεμένο στην ακινησία των ΑΕΙ». Οι μύθοι καταρρίπτονται, όμως, στην πράξη. Κι αυτό ακριβώς δείχνει να επιθυμεί η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας: να κινηθεί στο επίπεδο της πραγματικότητας, που, ενδεχομένως, να μην εμπεριέχει και τόσο υψηλό πολιτικό κόστος για την ίδια όσο για τους πολιτικούς της αντιπάλους.