Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ήταν ένας εύκολος άνθρωπος. Εξαιρετικά απαιτητικός με τον εαυτό του, χρειάσθηκε να «στεγνώσει και την ψυχή του ακόμα», κατά μια γνωστή λακωνική ρήση του, προκειμένου να υπηρετήσει τον λαό, που τόσο αγάπησε μα που ποτέ δεν τον ενδιέφερε να θωπεύσει δημαγωγικά.
Ο πολιτικά πετρώδης Καραμανλής της λιτότητας, του μέτρου και της αυτοπειθαρχίας λύγισε, όμως, πριν από 42 ακριβώς χρόνια. Προς στιγμήν όμως, όχι για πολύ. Το δάκρυ που κύλισε από τα μάτια του προσποιήθηκε ότι ήταν ελαφρύ «σιδέρωμα» στα πλούσια φρύδια του, όταν υπέγραψε στο Ζάππειο Μέγαρο τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, εν μέσω κατακραυγών και αποδοκιμασιών από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών του αντιπάλων που ταύτιζαν την ΕΟΚ με το ΝΑΤΟ και τον Καραμανλή με μια εξ ορισμού ανάλγητη και επονείδιστη Δεξιά.
Ο Καραμανλής εξακολουθούσε, εντούτοις, να είναι εσωτερικά γαλήνιος απέναντι σε πολεμικού τύπου κομματικές ανακοινώσεις και στα αλλεπάλληλα ρητορικά βέλη που εκτόξευαν εναντίον του σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ηγεσίες. Είχε κατακτήσει την πολιτική ηρεμία, που χαρακτηρίζει έναν home d’ état, ο οποίος λαμβάνει τις δύσκολες αποφάσεις μετά από επώδυνη περίσκεψη και καβαφική μόνωση.
Στον ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας δεν ειπώθηκε ποτέ κατά τρόπο ευθύ ένας συγχαρητήριος λόγος από τους αντιπάλους του. Το πιθανότερο είναι ότι δεν τον ενδιέφερε και ιδιαίτερα. Το βέβαιον είναι ότι δεν τους το ζήτησε και ποτέ. Και τούτο, όχι γιατί αισθανόταν πως ήταν συνεπής σε κάποιο πολυσήμαντο ραντεβού με την Ιστορία μα γιατί είχε αφομοιώσει ότι οι Έλληνες ανήκουμε στην Ευρώπη αλλά και ότι «η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν θα ήταν Ευρώπη», σύμφωνα με τα λόγια του φίλου του Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν.