Η γυναίκα που κατάφερε να μελετήσει και να διασώσει τους ελληνικούς χορούς και τις παραδοσιακές φορεσιές μέσω της καταγραφής ήταν η ιδρύτρια του Σωματείου χορού «Δόρα Στράτου» με το οποίο περιόδευσε σε όλο τον κόσμο κάνοντας τους γνωστούς τους παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς, τους ήχους και τις φορεσιές.
Η Δόρα (Δωροθέα) Στράτου γεννήθηκε το 1903 στην Αθήνα. Μητέρα της η Μαρία Κορομηλά, κόρη του δημοσιογράφου και θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Κορομηλά (“Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας”, “Η τύχη της Μαρούλας”), από παλιά αθηναϊκή οικογένεια. Πατέρας της ο Νικόλαος Στράτος, δικηγόρος από το Λουτρό Αιτωλοακαρνανίας.
Η Δόρα Στράτου μεγάλωσε στο μεγαλοαστικό περιβάλλον της Αθήνας των αρχών του αιώνα και έλαβε κλασική μόρφωση, μελετώντας ξένες γλώσσες και κλασικό τραγούδι. Δάσκαλος της στο πιάνο ήταν ο συνθέτης και μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος.
Ο πατέρας της δικηγόρος, ασχολήθηκε με την πολιτική και υπήρξε και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα πρωθυπουργός της Ελλάδας. Μετά την μικρασιατική καταστροφή καταδικάστηκε σε θάνατο στη δίκη των έξι.
Η μητέρα της, μαζί με τη Δόρα και το μικρότερο αδελφό της Ανδρέα, έφυγαν από την Ελλάδα. Από μια πλούσια ζωή, βρέθηκαν απότομα στο κατώφλι της φτώχειας, εφόσον η περιουσία τους είχε δημευθεί. Η Δόρα υπέστη το ψυχικό τραύμα της εκτέλεσης του πατέρα της και του κοινωνικού υποβιβασμού. Εμεινε δέκα χρόνια στο εξωτερικό – Βερολίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη – με τη μητέρα της.
Ξαναγύρισε το 1932. Ο αδελφός της Ανδρέας είχε σπουδάσει νομικά και είχε εκλεγεί βουλευτής. Η Δόρα αρχίζει να συναναστρέφεται τη νέα γενιά πνευματικών ανθρώπων του Μεσοπολέμου. Παίρνει δραστήρια μέρος στο φιλανθρωπικό έργο της Αρχιεπισκοπής κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Βοηθάει τον Κάρολο Κουν να ιδρύσει το Θέατρο Τέχνης και γίνεται το δεξί του χέρι στα διοικητικά θέματα.
Το 1952 έτυχε να δει το 100μελές κρατικό φολκλορικό συγκρότημα της Γιουγκοσλαβίας που περιόδευε τις διάφορες χώρες προβάλλοντας τους δημοτικούς χορούς, τις μουσικές και τις φορεσιές της χώρας του.
Ήταν κάτι το πρωτοφανές για την Ελλάδα. Τα συγκροτήματα που υπήρχαν τότε εδώ ήταν ελάχιστα, με πρωτοπόρο το Λύκειο των Ελληνίδων, και έδιναν 2-3 παραστάσεις το χρόνο περιστασιακά με φορεσιές Αμαλίας. Σκοπός τους ήταν κυρίως να ικανοποιήσουν τα μέλη του ίδιου του συγκροτήματος, κυρίως νεαρά κορίτσια αθηναϊκών οικογενειών.
Ο καθηγητής της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Γεώργιος Μέγας πρότεινε την δημιουργία εθνικού συγκροτήματος στην Ελλάδα. Η Δόρα Στράτου ζήτησε βοήθεια από το Σοφοκλή Βενιζέλο, αντιπρόεδρο της τότε κυβέρνησης Πλαστήρα.
Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένα μόνιμο συγκρότημα, ικανό να δίνει καθημερινές παραστάσεις, να κάνει περιοδείες στο εξωτερικό, με μεγάλο ρεπερτόριο, με πλούσια ιματιοθήκη από όλη την Ελλάδα, και γενικά με ένα πρόγραμμα που να κερδίζει το θεατή. Ετσι ίδρυσε το σωματείο «Ελληνικοί χοροί – Δόρα Στράτου» το 1953.
Ολα αυτά τα χρόνια είχε συνδεθεί φιλικά και είχε βοηθήσει αμέτρητους ανερχόμενους καλλιτέχνες και διανοούμενους – τώρα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει σαν επιτελείο της. Μερικά μόνο από τα ονόματα: Σπύρος Βασιλείου, Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννης Τσαρούχης, Φοίβος Ανωγειανάκης, Σίμων Καράς, Γιάννης Μόραλης, Οδυσσέας Ελύτης, Νέστορας Μάτσας, Αλέκος Λιδωρίκης, Δημήτρης Χορν, Δημήτρης Λουκάτος, Αγγελική Χατζημιχάλη, Τζίνα Μπαχάουερ.
Σε ηλικία 50 ετών αρχίζει με ορμή μια νέα ζωή δουλεύοντας εξαντλητικά. Ο Τσαρούχης φτιάχνει φορεσιές με ζωγραφιστά κεντήματα για το ξεκίνημα. Εκείνη γυρίζει στα χωριά μαζεύοντας χορούς, τραγούδια, φορεσιές και κοσμήματα, συγκεντρώνοντας έτσι τη μεγαλύτερη συλλογή στην Ελλάδα. Επιλέγει τους καλύτερους χορευτές και οργανοπαίχτες για να πλαισιώσουν το συγκρότημα. Δίνει παραστάσεις στην Ελλάδα και περιοδεύει θριαμβευτικά σε 21 χώρες.
Το 1963 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δίνει εντολή να κατασκευαστεί ειδικά για το συγκρότημα ένα θέατρο στο Λόφο Φιλοπάππου. Το 1967 συλλαμβάνεται γιατί έκρυβε στο σπίτι της το Χρήστο Λαμπράκη. Η Μελίνα Μερκούρη κάνει θόρυβο στο εξωτερικό και πετυχαίνει την αποφυλάκισή της. Την ίδια χρονιά παίρνει το Παγκόσμιο Βραβείο Θεάτρου, τη σημαντικότερη διεθνή διάκριση, ενώ βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών και παίρνει επιχορήγηση από το Ιδρυμα Φορντ.
Εγραψε τρία βιβλία: «Μια παράδοση, μια περιπέτεια», «Ελληνικοί χοροί, ένας ζωντανός δεσμός με το παρελθόν» και «Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί».
Εξέδωσε μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο σειρές δημοτικής μουσικής: 45 δίσκους.
Το 1983 αποσύρθηκε για λόγους υγείας. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1988.