Λιγότερο γνωστοί δημιουργοί, όπως η Δάφνη Ματζιαράκη και η Χριστίνα Λαζαρίδη, ή εντελώς διάσημοι, όπως η Μελίνα Μερκούρη, έφτασαν προ των πυλών, αλλά οι Έλληνες που κατάφεραν να κερδίσουν Όσκαρ είναι μόλις έξι.
Το 1944, η Κατίνα Παξινού βρισκόταν στο Λος Άντζελες, όπου με τον σύζυγό της, Αλέξη Μινωτή, υποδέχονταν στο φιλόξενο σπίτι τους στο Beverly Hills τα μεγαλύτερα ονόματα του Χόλιγουντ
Υποψήφια για Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου στο Για Ποιόν Χτυπά η Καμπάνα, παίζοντας φλογερά και παθιασμένα την Πιλάρ, όπως τη συνέλαβε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, η σπουδαιότερη τραγωδός όλων των εποχών έγινε η πρώτη καλλιτέχνις ελληνικής υπηκοότητας που κέρδισε ποτέ την ανώτατη διάκριση της Αμερικανικής Ακαδημίας – είχε προηγηθεί στη δεκαετία του ’30 ένα Όσκαρ για τον χορογράφο Hermes Pan, ο οποίος είχε βεβαίως ελληνική καταγωγή, αλλά, όπως πολλοί νικητές στα Όσκαρ, ήταν Αμερικανός.
Από σκηνής, η Παξινού αφιέρωσε το βραβείο στους φαντάρους των συμμαχικών δυνάμεων και κυρίως στους δοκιμαζόμενους συναδέλφους της στο Εθνικό Θέατρο, οι οποίοι εργάζονταν κάτω από δυσβάσταχτες συνθήκες, κάτω από τον γερμανικό ζυγό και την ανέχεια της Κατοχής. «Εύχομαι να είναι ακόμη ζωντανοί, αν και αμφιβάλλω» κατέληξε στον ευχαριστήριο λόγο της.
Αξιοσημείωτο είναι πως η Παξινού ήταν η πρώτη που παρέλαβε αγαλματίδιο και όχι πλακέτα στη συγκεκριμένη κατηγορία, και μάλιστα την πρώτη φορά που η τελετή διεξήχθη σε θέατρο, στο Grauman’s Chinese Theater, και όχι σ’ εστιατόριο ή σε αίθουσα ξενοδοχείου!
«Μήπως βρίσκεται κάποιος κύριος Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα;» ρώτησε ο παρουσιαστής της κατηγορίας του καλύτερου κινηματογραφικού τραγουδιού, Στιβ Άλεν, αμέσως μετά την αναγγελία της σχετικά απρόσμενης νίκης των Παιδιών του Πειραιά.
«Φαντάζομαι πως δεν θα έρθει πριν από την Κυριακή» συμπλήρωσε, και ο τελετάρχης Μπόμπ Χόουπ έσπευσε να γραπώσει το αγαλματίδιο, επαναλαμβάνοντας ένα στάνταρ αστείο του, καθώς η Ακαδημία δεν τον είχε προτείνει ποτέ για Όσκαρ.
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση: ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης δεν είχε καμία πρόθεση να παραστεί στην τελετή, υπακούοντας στη χρόνια απέχθειά του στις απονομές, αλλά και στο «σύρμα» που φαίνεται πως είχαν δώσει ο Ζιλ Ντασέν και η Μελίνα Μερκούρη, ο σκηνοθέτης και η σταρ του Ποτέ την Κυριακή, για μποϊκοτάζ των υποψήφιων για Όσκαρ συντελεστών – ο Ντασέν έπρεπε, με κάποιον τρόπο, να υπενθυμίσει την άγαρμπη αποβολή του από την καλλιτεχνική κοινότητα στα πέτρινα χρόνια του Μακαρθισμού.
Η τεράστια επιτυχία του τραγουδιού εκνεύριζε εσαεί τον Μάνο Χατζιδάκι και τη μόνη φορά που κλήθηκε να ποζάρει μαζί με το Όσκαρ του, μετά από πίεση των φωτογράφων, δανείστηκε εκείνο της Κατίνας Παξινού, γιατί υποστήριξε πως δεν έβρισκε πουθενά το δικό του! Είχε χαθεί, έλεγε, κάπου στη Γιουγκοσλαβία, και αργότερα η Ακαδημία του έστειλε ένα αντίγραφο.
Πάντως το Όσκαρ του Χατζιδάκι δεν έμεινε ασχολίαστο. Την επομένη, η φαρμακόγλωσσα πατριώτισσα αρθρογράφος Χέντα Χόπερ αναρωτήθηκε πώς τους ήρθε να ψηφίσουν το συγκεκριμένο τραγούδι, έναντι γνωστών συνθετών που ήταν υποψήφιοι, όπως ο Ντιμίτρι Τιόμκιν και ο Αντρέ Πρεβέν.
«Μα, είναι αυτό το πράγμα μουσική;» ρώτησε, δήθεν έκπληκτη. Ο τηλεκριτικός των Los Angeles Times, Φίλιπ Σούερ, απάντησε έμμεσα, γράφοντας πως δεν θα έπρεπε να έχουν ξαφνιαστεί τόσοι πολλοί με την επιλογή, αφού, κατά τη γνώμη του, τα «Παιδιά του Πειραιά» είναι ό,τι πιο φρέσκο ακούστηκε σε ταινία από την εποχή του μουσικού θέματος από τον Τρίτο Άνθρωπο.
Η μεγάλη μάχη στα Όσκαρ του 1965 αφορούσε δυο από τα τελευταία μεγάλα μιούζικαλ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, το Ωραία μου Κυρία και τη Μαίρη Πόππινς. Από τα 13 βραβεία που μάζεψαν συνολικά (8 για την ταινία του Κιούκορ και 5 για τον μαγικό συνδυασμό του Γουόλτ Ντίσνεϊ με την Τζούλι Άντριους), περίσσεψαν 3 για το τρίτο φαβορί της βραδιάς, τον Ζορμπά.
Με 3 προσωπικές υποψηφιότητες, για την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και το διασκευασμένο σενάριο, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο οποίος είχε άλλες δυο στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, για την Ηλέκτρα και την Ιφιγένεια, οδήγησε στη νίκη τη Λίλα Κέντροβα στον ρόλο της μαντάμ Ορτάνς, τον Γουόλτερ Λάσαλι για τη φωτογραφία, και τον μεγάλο Έλληνα σκηνογράφο, ζωγράφο και σκηνοθέτη, Βασίλη Φωτόπουλο.
Κι ενώ ο Κακογιάννης απουσίαζε από την τελετή (ο Ελληνοκύπριος δημιουργός μού είχε εκμυστηρευτεί, χρόνια αργότερα, πως δεν έβλεπε τον λόγο να παρίσταται, γιατί ήξερε πως δεν επρόκειτο να κερδίσει με αντίπαλο τον Τζορτζ Κιούκορ και την υπέρ του συγκυρία), ο Φωτόπουλος ήταν παρών όταν ο Ρεξ Χάρισον και η Όντρεϊ Χέμπορν τον ανακήρυξαν νικητή, ανέβηκε ιδιαίτερα χαρούμενος στο πόντιουμ, χειροφίλησε τη σταρ του Πρόγευμα στο Τίφανι και αποδέχτηκε την τιμή με ευγνωμοσύνη και γλυκιές ευχαριστίες.
Με μεγάλη θητεία στο Broadway, η πολυνίκης στα Tonys, με 11 υποψηφιότητες και 3 βραβεία, ανάμεσα στα οποία για το ιστορικό A Chorus Line, Θεώνη Βαχλιώτη-Όλντριτζ, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε στην Αθήνα και έφυγε στα 27 της χρόνια για το Σικάγο, κέρδισε το Όσκαρ του 1975 για τα εντυπωσιακά κοστούμια της στο δράμα εποχής, Ο Υπέροχος Γκάτσμπι, ντύνοντας κυρίως στα λευκά τον μυστηριώδη Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τη ρομαντική Μία Φάροου και δημιουργώντας ρετρό μόδα και μια σειρά με την υπογραφή της στα πολυκαταστήματα Bloomingdale’s.
Η Όλντριτζ συνέχισε την καριέρα της στο σινεμά, ντύνοντας την καλή της φίλη Φέι Ντάναγουεϊ στις Τρεις Μέρες του Κόνδορα, το Δίκτυο και τα Μάτια της Λόρα Μαρς, αν και πάντα αισθανόταν πιο άνετα και δημιουργικά στον φυσικό της χώρο, το θέατρο.
Η πρώτη εξαδέλφη της, επίσης διακεκριμένη ενδυματολόγος, η Ντένη (Θεώνη) Βαχλιώτη –εξού και η σύγχυση στις περισσότερες, ειδικευμένες και μη λίστες–, υπήρξε υποψήφια δυο φορές, για το Ποτέ την Κυριακή και τη Φαίδρα, ενδύοντας μοναδικά τη Μελίνα Μερκούρη.
Παρά την παρουσία ηχηρών ονομάτων, όπως ο Τζον Γουίλιαμς, ο Ράντι Νιούμαν, ο Ντέιβ Γκρούζιν και ο κορυφαίος Άλεξ Νορθ στην κατηγορία της καλύτερης μουσικής επένδυσης, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ήταν το λογικό φαβορί στην απονομή των Όσκαρ του 1982.
Η αξέχαστη μουσική υπόκρουση του πρωτοπόρου στην ηλεκτρονική μουσική, πρώην Παιδιού της Αφροδίτης, στους Δρόμους της Φωτιάς, με το περίφημο και χιλιοακουσμένο εμβατήριο των Ολυμπιακών, σημείωσε τεράστια επιτυχία στις ΗΠΑ (album και single πήγαν στο νούμερο ένα) και η βραδιά εξελισσόταν υπέρ του αθλητικού δράματος του Χιου Χάντσον.
Ο Vangelis δεν παρέλαβε το βραβείο του γιατί ανέκαθεν φοβόταν να μπει σε αεροπλάνο, μια σταθερά που δεν παρέβη ούτε για χάρη ενός Όσκαρ
Ο Κώστας Γαβράς ήταν ο πρώτος Έλληνας, μετά τον Μιχάλη Κακογιάννη, που απέσπασε υποψηφιότητα στα Όσκαρ στην κατηγορία της σκηνοθεσίας για το Ζ.
Στην απονομή του 1970, τα προγνωστικά έφερναν πολύ ψηλά το δυναμικό, επίκαιρο δράμα για τη δολοφονία του Λαμπράκη, αλλά επικράτησε η μοναδική αυστηρώς ακατάλληλη ταινία που έχει ποτέ αποσπάσει την ανώτατη διάκριση της Ακαδημίας, ο Καουμπόι του Μεσονυχτίου του Τζον Σλέσιντζερ.
Το Ζ κέρδισε το βραβείο της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, όπως αναμενόταν, αλλά, σύμφωνα με τους κανονισμούς, και όπως μου είχε πει σε συνέντευξή του ο σκηνοθέτης από τα Λουτρά Ηραίας που μετακόμισε στα 18 του στο Παρίσι, το αγαλματάκι βρίσκεται στο γραφείο του Αλγερινού παραγωγού.
Ωστόσο, το 1983, ο Γαβράς κέρδισε το Όσκαρ καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για τον Αγνοούμενο, ένα ακόμη πολιτικό θρίλερ με θέμα τη χούντα και φόντο, αυτήν τη φορά, την ανάμειξη της CIA στη δολοφονία ενός Αμερικανού δημοσιογράφου στη Χιλή του Πινοσέτ. Εκ μέρους του απόντος Γαβρά, το βραβείο παρέλαβε ο συν-σεναριογράφος του Αγνοούμενου, Ντόναλντ Στιούαρτ.
Στην πρόσφατη αυτοβιογραφία του, ο Έλληνας σκηνοθέτης, ο οποίος βρισκόταν σε προετοιμασία γυρισμάτων στη Γαλλία, στριμώχνει το Όσκαρ του σε μια μικρή παράγραφο, παραθέτοντας μια τηλεφωνική συνομιλία με τον άνθρωπο που τον ενημέρωσε για τη νίκη του.