Και η δημοσκοπική έρευνα της Opinion Poll επιβεβαιώνει το σαφές προβάδισμα του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ έναντι του Αλέξη Τσίπρα σε θετικές απόψεις, τη στιγμή κατά την οποία ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν ηγείται του δημοσκοπικά δεύτερου ΣΥΡΙΖΑ.
Κι όμως, είναι καταγεγραμμένο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Νίκος Ανδρουλάκης προηγούνται στην δημοφιλία με θετικές απόψεις 47.8% και 44.4% αντίστοιχα (51% και 43.1% οι αρνητικές απόψεις αντίστοιχα). Ακολουθεί ο Αλέξης Τσίπρας με 30.9% θετικές απόψεις έναντι 64.1% αρνητικών απόψεων.
Μια πρώτη αναντίρρητη αιτία είναι ότι έχουμε να κάνουμε με δύο αντιθετικούς πολιτικούς βηματισμούς κατά την άσκηση του αντιπολιτευτικού έργου. Ο Νίκος Ανδρουλάκης επιχειρεί να ασκήσει – όχι πάντοτε επιτυχώς – μια προγραμματική αντιπολίτευση απέναντι στην Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας. Η επιδίωξή του είναι να τοποθετείται συγκεκριμένα εντός του εκάστοτε θέματος, αναδεικνύοντας τις ανεπάρκειες του κυβερνητικού έργου και επιχειρώντας ταυτόχρονα να διατυπώσει μια ουσιαστική πρόταση για το επί μέρους ζήτημα διακυβέρνησης. Το παρατηρούμε στον Ρωσσο – ουκρανικό πόλεμο, στην ενεργειακή κρίση, στην επακόλουθη αύξηση της τιμής βασικών αγαθών και την συνεπαγόμενη μείωση αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, σε αντίθεση προς τον Αλέξη Τσίπρα που έχει κάνει τη στρατηγική επιλογή της κατά μέτωπο αντιπολίτευσης προς την Κυβέρνηση και τον Κ. Μητσοτάκη προσωπικά. Ο Α. Τσίπρας δεν βρίσκει ποτέ να πει κάποιο καλό λόγο για την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, διατηρώντας την ψευδαίσθηση ότι έχει λησμονηθεί καθολικά από τους πολίτες η διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κατά την τετραετία 2015 – 2019.
Επιπλέον, η καθ’ όλα σεβαστή επιδίωξη του Α. Τσίπρα να εμφανισθεί ως ένας λαοπρόβλητος ηγέτης μιας μαζικής υπεραταξικής κοινωνικής πλειοψηφίας, που θα αποκαταστήσει τις κοινωνικές αδικίες της ανάλγητης ΝΔ, προσκρούει σε πρόσφατες εμπειρίες, οι οποίες μόνον ευχάριστες δεν υπήρξαν για τις κοινωνικές ομάδες και τα κοινωνικά στρώματα που φιλοδοξεί να εκφράσει πολιτικά. Το δημοψήφισμα του 2015, το 62% του «όχι» των πολιτών που μετατράπηκε σε ένα ξεκάθαρο «ναι» υπέρ μιας τρίτης μνημονιακής σύμβασης 290 εκατομμυρίων ευρώ και το πέρασμα της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια δηλητηριάζουν τη σχέση που επιθυμεί να αποκαταστήσει με ευρεία τμήματα του εκλογικού σώματος.
Ακόμη, ο Νίκος Ανδρουλάκης επιδιώκει να προσέρχεται στον δημόσιο διάλογο, έχοντας προηγουμένως μελετήσει τους σχετικούς φακέλους και έχοντας ακούσει προσεκτικά τις εισηγήσεις των συμβούλων του. Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει, σχεδόν από επιλογή, να κάνει γενικόλογες καταγγελίες περί ελίτ, περί άνομων συμφερόντων που υπηρετεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, περί δολοπλοκιών που εξυφαίνονται εις βάρος του, εις βάρος του «αρχηγού της πλέμπας».
Οι εξελίξεις σε μια σειρά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες κινούνται, όμως, προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση: την πολιτική σαφήνεια, όχι την αοριστολογία, φαίνεται να εκτιμούν περισσότερο τα εκλογικά σώματα σήμερα.