Οικονομία

Ο κατώτατος μισθός ως κρατικό αντίδωρο;

Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, οι κατώτατοι μισθοί χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της σοβαρής και συστηματικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης

Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, οι κατώτατοι μισθοί χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της σοβαρής και συστηματικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, μετά τη βίαιη επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και κυρίως σε χώρες που βρίσκονταν υπό ανάπτυξη και στις εργοστασιακές τους φάμπρικες με τα ανελέητα ωράρια εξαιρετικά επίπονης εργασίας. 

Σε έναν δεύτερο χρόνο, στο γύρισμα του εικοστού αιώνα, οι κατώτατοι μισθοί ενσωματώθηκαν στις κυβερνητικές προτεραιότητες και αντιμετωπίσθηκαν ως ένας τρόπος για να αποφευχθεί η εκμετάλλευση και να βοηθηθούν οι οικογένειες με χαμηλότερο εισόδημα, παντού.

Σήμερα, εν έτει 2022, οι θιασώτες του κατώτατου μισθού εξακολουθούν να εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι αυτός ο τύπος μισθού ενισχύει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, εξασθενεί το φαινόμενο της φτώχειας, αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες και τονώνει την οικονομική δραστηριότητας μέσω της αύξησης της αγοραστικής δύναμης και της ενδυνάμωσης του ηθικού των εργαζομένων. 

Ο κατώτατος μισθός λειτουργεί στην πράξη ως δημοσιονομικό εργαλείο στην αγορά εργασίας και είναι θεσπισμένος νομοθετικά.

Στην ελληνική περίπτωση, το πόρισμα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, με άξονα τα υπομνήματα των επιστημονικών και κοινωνικών φορέων, για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, αποτέλεσε τη βάση της πρόσφατης ρύθμισης για την αύξησή του, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις του Περισσού και της μείζονος αντιπολίτευσης περί της «άτολμης ενίσχυσής» του. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, το ΚΕΠΕ πρότεινε η αύξηση των κατώτατων αποδοχών να κυμαίνεται μεταξύ 4% και 6%, σταθμίζοντας τις προτάσεις των φορέων της διαβούλευσης που ξεκινούσαν από 3% και έφταναν μέχρι και το 13% (πρόταση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας).

Με κυβερνητική απόφαση, ο κατώτατος μισθός από την 1η Μαΐου αυξήθηκε κατά 50 ευρώ τον μήνα. Περάσαμε από τα 663 στα 713 ευρώ, παίρνοντας συνολική αύξηση 9,7% σε σχέση με τον κατώτατο μισθό του 2021. Με απλά λόγια, οι σχεδόν 650.000 εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας θα κερδίσουν παραπάνω από έναν επιπλέον καθαρό μισθό, θα δουν δηλαδή, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, έναν 15ο μισθό να προστίθεται στο εισόδημά τους ετησίως.

Ωστόσο, η αντιπολιτευτική μεμψιμοιρία αποσιωπά το ότι ο θεσμός του κατώτατου μισθού συγκροτήθηκε για να σταθεροποιεί κατά κύριο λόγο το βιοτικό επίπεδο των χαμηλόμισθων. Πρόκειται, κατά προέκταση, για μια λανθασμένη προσέγγιση στην οικονομία, καθώς ο κατώτατος μισθός χρησιμοποιείται ως ψηφοθηρικό – πολιτικό εργαλείο από πολιτικά κόμματα, σε αντίθεση με το να καθορίζεται από ανεξάρτητα ινστιτούτα που θα ελάμβαναν υπ’ όψη τις πραγματικές δυνατότητες της αγοράς.

Οποιαδήποτε αλλαγή που δεν λαμβάνει υπ’ όψη τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα μιας χώρας, αλλά και την πραγματική κατάσταση της αγοράς, όπως συνδιαμορφώνεται από αστάθμητους παράγοντες (πολύχρονη οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος), κινδυνεύει να καταστεί μη βιώσιμη ή και επικίνδυνη για την περαιτέρω πορεία της.

Οι μισθοί δεν είναι, λοιπόν, το δώρο της κρατικής εξουσίας ή μιας μεγαλόψυχης κυβέρνησης προς τους πολίτες, είναι συλλογικός καρπός αναπτυξιακού έργου, εξωστρέφειας, ανοίγματος ευκαιριών, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και, βέβαια, πραγματικής εικόνας των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όλοι οι κλάδοι εργασίας.