Άποψη

Πολιτικά κόμματα και εκπαίδευση

Ο Αριστοτέλης Ράπτης γράφει στο pagenews.gr ότι το βάρος της ευθύνης για τον απαιτούμενο μετασχηματισμό της οικονομίας και του πολιτισμού έχει πέσει, για ακόμη άλλη μία φορά, στο θεσμό της εκπαίδευσης, που σήμερα εκ των πραγμάτων έχει ήδη υποστεί πολλές αλλαγές, ενώ στα σύγχρονα κράτη πιέζεται για ακόμη περισσότερες.

Είναι γνωστό σε όλους  ότι η κοινωνία μας εισήρθε από τη δεκαετία του 90 στο στάδιο της τεχνολογικής επανάστασης, της γιγάντωσης της γνώσης, της πληροφορίας, των επικοινωνιών, των φαινομένων της παγκοσμιοποίησης και της επαπειλούμενης οικολογικής καταστροφής, ενώ νέες προκλήσεις παρουσιάζονται για τις χώρες και τους συνασπισμούς κρατών, όπως είναι η ΕΕ. Πολλά από τα καλούμενα ανεπτυγμένα κράτη αντιλήφθηκαν ότι ο μελλοντικός άνθρωπος θα πρέπει να έχει ανεπτυγμένη κριτική και δημιουργική σκέψη, να είναι ευέλικτος και δυναμικά προσαρμοστικός στις νέες καταστάσεις, ικανός για αυτόνομη και συλλογική εργασία, για αυτο-οργάνωση και αυτορρυθμιζόμενη μάθηση και αυτο-πληροφόρηση, για λήψη κρίσιμων αποφάσεων υπό καθεστώς πίεσης, να διαθέτει τεχνολογικό και πολύπλευρο εγγραμματισμό και, γενικότερα, ικανότητα να επικοινωνεί, να διαλέγεται, να μαθαίνει, να ξεμαθαίνει και να ξαναμαθαίνει.

Τις ικανότητες αυτές τόνιζαν και τονίζουν όλες οι προοδευτικές παιδαγωγικές θεωρίες από τα μέσα του περασμένου αιώνα, σήμερα όμως είναι και οι συνθήκες της οικονομίας που τις επιζητούν από την πλειονότητα των εργαζομένων, ανεξάρτητα από το αν αυτοί έχουν εξασφαλίσει μία θέση εργασίας ή όχι, εξ αιτίας των αυξημένων απαιτήσεων σε ικανότητες και των αλλαγών στο εργασιακό περιβάλλον (που δεν είναι της παρούσης να αναφερθούν αναλυτικά).

Για τους παραπάνω λόγους, το βάρος της ευθύνης για τον απαιτούμενο μετασχηματισμό της οικονομίας και του πολιτισμού έχει πέσει, για ακόμη άλλη μία φορά, στο θεσμό της εκπαίδευσης, που σήμερα εκ των πραγμάτων έχει ήδη υποστεί πολλές αλλαγές, ενώ στα σύγχρονα κράτη πιέζεται για ακόμη περισσότερες. Οι παραδοσιακές τάξεις και διδασκαλίες όμως δεν είναι σε θέση να συμβάλουν σε αυτό, αλλά αποτελούν πραγματική τροχοπέδη. Για τον λόγο αυτό, αναλυτικά προγράμματα και περιεχόμενο γνωστικών αντικειμένων συνεχώς αναμορφώνονται, εκπαιδευτικές πολιτικές και σχολικές πρακτικές αναθεωρούνται και σταδιακά – αλλά σταθερά και οργανωμένα – προσανατολίζονται στην εναρμόνισή τους με τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη μάθηση, τη διδασκαλία και για την ολόπλευρη ανάπτυξη διδασκομένων και διδασκόντων, μέσα από μία δυναμική και μία μεταξύ τους αμοιβαία αλληλεπιδραστική σχέση.

Τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι η ουσιαστική και βαθύτερη μάθηση (αυτή που χρειάζεται ώστε να μπορούν τα άτομα να επιβιώσουν δυναμικά σε πολύπλοκα και ανοιχτά εργασιακά και πολιτιστικά περιβάλλοντα, να γίνουν εισηγητές καινοτομιών και πραγματικοί λύτες προβλημάτων και όχι απλά εκτελεστές συνταγών επίλυσής τους) δεν μεταβιβάζεται έτοιμη από τα εγχειρίδια στους εκπαιδευτικούς και από τους εκπαιδευτικούς στους μαθητές, ούτε εξασφαλίζεται με την αναβάθμιση των εκπαιδευτικών εγχειριδίων ή με τον απλό εφοδιασμό των σχολείων με εργαλεία της σύγχρονης τεχνολογίας.  Άλλου είδους πράγματα χρειάζεται να συντελούνται μέσα στην τάξη, για τα οποία πολύτιμος καταλύτης είναι ο εκπαιδευτικός ως δάσκαλος. Ένας δάσκαλος, ο οποίος δεν είναι πλέον δυνατόν να παραμένει στο περιθώριο της παραγωγής της γνώσης λειτουργώντας στο παραδοσιακό – εν πολλοίς και ταξικό – μοντέλο του διαχωρισμού μεταξύ σκεπτόμενων σχεδιαστών ή καθοδηγητών και εκτελεστών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, όπως γινόταν στο παρελθόν. Ο σημερινός εκπαιδευτικός με τους πολλαπλούς του ρόλους, χρειάζεται να διαθέτει τη γνώση, την εμπειρία και ικανότητα να γίνεται ο ίδιος σχεδιαστής περιβαλλόντων μάθησης, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και μαθησιακού υλικού, δημιουργικός διευκολυντής της μαθησιακής διαδικασίας, εμψυχωτής και συντονιστής στην υπηρεσία της μάθησης, παιδαγωγός, κριτικός ερευνητής, εισηγητής καινοτομιών και δια βίου μαθητευόμενος. Η  φύση της εργασίας του έχει γίνει εξαιρετικά απαιτητική, σε βαθμό που και οι γονείς δεν μπορούν να την κατανοήσουν, ώστε να ελέγχουν ή να συμβάλλουν στην όλη διαδικασία, ενώ οι ανάγκες του σε γνώσεις και πρακτικές εμπειρίες είναι δυσανάλογα αυξημένες, σε σχέση με τα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά εφόδια που τού παρέχει η πολιτεία σε όλες τις χώρες, πόσο μάλλον και στη δική μας!  Η ιδέα, επομένως, της βελτίωσης του εκπαιδευτικού μέσω της αυστηρής αξιολόγησής του και μόνον, χωρίς παράλληλη ένταξή τους σε οργανωμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες πειραματικού χαρακτήρα, την οποία πολλοί υποστηρίζουν στον τόπο μας, αποδεικνύεται λειψή και αναποτελεσματική.

Όμως κανένα από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα μετά από την μεταπολίτευση που βρέθηκαν στην εξουσία δεν το έχει αντιληφθεί και κατανοήσει. Ενώ το πρόβλημα της εκπαίδευσης είναι ένα πολιτικό θέμα εθνικής σημασίας όλοι οι υπουργοί παιδείας όλων των κυβερνήσεων λειτουργούν ως επιχειρηματίες αναχρονιστικών οικογενειακών επιχειρήσεων και ο κάθε νέος υπουργός κάνει τη δική του μεταρρύθμιση την οποία καταργεί ο επόμενος έστω και αν είναι της ίδιας κυβέρνησης.

Αυτό βέβαια είναι επόμενο γιατί όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις ευθύνονται για τη δημιουργία αυτού του  τερατώδους, στρεβλού, γραφειοκρατικού συστήματος και πελατειακού κράτους και το οποίο όλοι οι  κυβερνώντες συντηρούσαν με ευλάβεια προκειμένου να καλύπτουν τις παρανομίες τους, τις ανευθυνότητες και οι ατασθαλίες τους.

Αλλά και οι Έλληνες πολίτες, προκειμένου να επιβιώσουν σε αυτό το γραφειοκρατικό και πελατειακό κράτος, άλλοι επιδίωκαν να βρεθούν σε κάποια θέση ευνοϊκής μεταχείρισης μέσω πολιτικών διασυνδέσεων και ήταν έτοιμοι να εμπλακούν σε εξαγορά συνειδήσεων με αντάλλαγμα κάποιο βόλεμα ή μια εξυπηρέτηση, ενώ κάποιοι άλλοι επέλεγαν τη λύση της ηθικά δικαιολογημένης παρανομίας και της αδιαφορίας για τα κοινά, προκειμένου να προστατευθούν από ένα παράλογο, ανεπαρκές, άδικο και ανίκανο να ελέγξει τη νομιμότητα κράτος (βλέπε π.χ. εκτεταμένη φοροδιαφυγή, δραστηριότητες της παράλληλης αγοράς, καταπατήσεις δασών και αιγιαλών, αυθαίρετα κτίσματα, αξιοποίηση πολιτικών συγκυριών προς ίδιον όφελος, περιφρόνηση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης και οργάνωσης στην τοπική αυτοδιοίκηση, αδιαφορία για το περιβάλλον, σύγχυση της ελευθερίας με την ελευθεριότητα και την ασυδοσία, γενικευμένη καχυποψία κ.ά.).

Κατά συνέπεια ένα τέτοιο κράτος που η κάθε αντιπολίτευση βρίσκεται σε διαρκή πόλωση με την εκάστοτε κυβέρνηση αντί να βρίσκονται σε «σύνθεση» στερείται από τις προϋποθέσεις μιας επανάστασης στην εκπαίδευση όπως περιεγράφηκε παραπάνω.

Η σημερινή κυβέρνηση στα θέματα παιδείας ακολούθησε την πεπατημένη. Στο νομοσχέδιο για την Παιδεία που έφερε στη Βουλή αγνόησε βασικές αρχές των σύγχρονων παιδαγωγικών θεωριών, όπως ότι κάθε παιδί είναι μια ανεπανάληπτη μοναδική προσωπικότητα και έχει το δικό του ταλέντο και ευφυΐα και το κάθε παιδί αμείβεται για τις ιδιαίτερες προσωπικές του ικανότητες.

Με μια πρώτη ματιά, βλέπουμε ότι στο καινούργιο νόμο υπάρχουν επί μέρους ζητήματα, που δικαίως επισύρουν έντονη κριτική από πολλές σκοπιές, όπως είναι το απαράδεκτο μέτρο επαναφοράς της αναγραφής της διαγωγής των μαθητών στα απολυτήρια και πολλά άλλα, που φανερώνουν παρωχημένη εξεταστικομανία και χαμηλή ευαισθησία, ζητήματα σχετικά με τις δίκαιες ευκαιρίες πρόσβασης μαθητών και εκπαιδευτικών στα αγαθά της εκπαίδευσης και με τον κίνδυνο αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων, το διαχωρισμό της εργαστηριακής και ευέλικτης μάθησης από το κανονικό μάθημα, τις επιπτώσεις από την υπερφόρτωση των μαθητών με πολλά μαθήματα και τη μηχανική εντατικοποίηση των σπουδών τους σε βάρος της σκέψης, της δημιουργίας και της υγιούς ψυχο-κοινωνικής ανάπτυξης, την αύξηση του αριθμού μαθητών στις τάξεις, τον ρόλο που μπορεί να παίξει η συγκεκριμένη θεσμοθέτηση της τράπεζας θεμάτων όσον αφορά την έμμεση ενίσχυση της παραπαιδείας καθώς και άλλα σημεία, που αποτελούν παραφωνία ανάμεσα σε όσα θετικά μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στο νομοσχέδιο αυτό.

Θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει πολλές σελίδες στην ανάλυση των λόγων της αναμενόμενης αντίδρασης των κριτικών εκπαιδευτικών και των γονέων σε ορισμένα αξιόμεμπτα σημεία του νομοσχεδίου, όπως τα παραπάνω, με παράδειγμα την επαναφορά της αναγραφής της διαγωγής των μαθητών στα αποδεικτικά σπουδών τους, πράγμα που σε κάνει να αναρωτηθείς : Μα πού το θυμήθηκαν και πώς το σκέφτηκαν πάλι αυτό; Πώς αυτή η αντίληψη του στιγματισμού και της ισόβιας καταδίκης συνάδει με την εκπαίδευση των ευκαιριών, της πρόληψης και της ψυχοκοινωνικής ενδυνάμωσης των μαθητών μέσω της ενεργού, συμμετοχικής και δημιουργικής δραστηριοποίησής τους ως μελών μίας κριτικής, παραγωγικής κοινότητας μάθησης, του σεβασμού στις ιδιαίτερες ανάγκες τους, του μετασχηματισμού της προσωπικότητάς τους από «παραβατική» σε δημιουργική, μέσω της συμπερίληψής τους στην εκπαιδευτική και παιδαγωγική διαδικασία και της ανάδειξης των λανθανουσών δυνατοτήτων τους; Μεγάλες προσωπικότητες στο παρελθόν εξ άλλου είχαν χαρακτηριστεί από το σχολείο ως άτομα απροσάρμοστα ή παραβατικά, στην πραγματική ζωή όμως  το διέψευσαν πανηγυρικά.

Από την άλλη πλευρά η πολιτική τους σκέψη και συμπεριφορά των αριστερών κομμάτων χαρακτηρίζονται από μια υποανάπτυκτη παραταξιακή και μεροληπτική λογική του άσπρου-μαύρου και των παρωπίδων, των ακροτήτων και της υπερπλούστευσης, της επίρριψης ευθυνών πάντοτε σε κάποιους «άλλους», της αδυναμίας να δουν ενδιάμεσες αποχρώσεις και να επινοήσουν νέες μορφές διεκδίκησης, διαπραγμάτευσης και αγώνων πέραν της καθιερωμένης μορφής (η οποία, σε τελευταία ανάλυση, δεν ταιριάζει στις δημοκρατίες, αντίθετα τις προβοκάρει και τις υπονομεύει) και επαναφορά αρρωστημένων αριστερών ιδεοληψιών και μιας υποκρισίας να εναντιώνονται στην ιδιωτική εκπαίδευση και οι ίδιοι αριστεροί πολιτικοί να στέλνουν τα παιδιά τους στα ακριβότερα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα μηδέ εξαιρουμένης και της Παπαρήγα που έστελνε την κόρη της στο Αμερικάνικο Κολλέγιο.

Επίσης, αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση ως χώρο στρατολόγησης των νέων πράγμα που οδήγησε στην κομματικοποίηση της φοιτητικής κοινότητας με αποτέλεσμα να φέρει τους εκπροσώπους της σε σημείο, ώστε οι νέοι αυτοί άνθρωποι, αντί να γίνονται πρωτοπόροι ιδεών, ο ανθός της στοχαζόμενης νεολαίας, κατέληξαν να εμπλέκονται σε διαδικασίες συναλλαγής με τους καθηγητές, πατρωνίας των συναδέλφων τους φοιτητών και κατακερματισμού του φοιτητικού κινήματος. Κατέληξαν να στερέψουν από κάθε ίχνος δημιουργικότητας και φαντασίας, με αποτέλεσμα οι αγώνες τους να περιορίζονται σε κραυγές και συνθήματα, σε πανό και σε αφισορρύπανση τριτοκοσμικού τύπου, σε παπαγάλισμα μιας κομματικής γραμμής και σε συζητήσεις όπου δεν χωρά τίποτε άλλο πέρα από το ναι ή το όχι, να δέχονται αυτό το «μασημένο» ιδεολογικό υλικό που τους παρέχουν τα κόμματα μέσω αφισών και πανό και ούτε να μπαίνουν στον κόπο αλλά ούτε να καταφέρνουν να δημιουργήσουν συνθήκες διαλόγου με δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Τέτοια είναι η κριτική ικανότητα των φοιτητών αυτών, αλλά και πολλών πολιτικών υποκινητών τους, που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν διάκριση ανάμεσα στο άσυλο του κοινού εγκλήματος και στο άσυλο της ελεύθερης έκφρασης και διακίνησης των ιδεών!

Σήμερα 30 χρόνια τεχνολογικής επανάστασης το ελληνικό σχολείο παραμένει το παραδοσιακό σχολείο του 19ου .  Αν δεν αντιληφθούν οι υπεύθυνοι ότι ο σύγχρονος εκπαιδευτικός στη χώρα μας  δεν είναι πλέον δυνατόν να παραμένει στο περιθώριο της παραγωγής της γνώσης λειτουργώντας στο παραδοσιακό – εν πολλοίς και ταξικό – μοντέλο του διαχωρισμού ανάμεσα στους σκεπτόμενους σχεδιαστές ή τους καθοδηγητές ανώτερων κλιμακίων από τη μια πλευρά και, από την άλλη, στα εκτελεστικά όργανα που καλούνται να υλοποιήσουν, χωρίς υλικά, τεχνολογικά και ουσιαστικά εφόδια, εκπαιδευτικές οδηγίες και έτοιμα διδακτικά «πρωτόκολλα».

*Ο Αριστοτέλης Ράπτης είναι Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ http://raptis-telis.com

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο