Το 1977 ένας ανταποκριτής του «Art News» έφτασε στο Abiquiú για ένα άρθρο με θέμα «Η Τζόρτζια Ο’Κίφι στα 90 της». Κατά την άφιξή του διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν πρόσφατες φωτογραφίες της ζωγράφου για να εικονογραφήσει το άρθρο, ωστόσο έτυχε να επισκεφθεί τον φωτογράφο Μάλκολμ Βάρον, ένα φωτογράφο που προτιμούσε η Ο’Κίφι, ο οποίος είχε τραβήξει πάνω από 70 έγχρωμες φωτογραφίες, αποτυπώνοντας όχι μόνο πορτρέτα της καλλιτέχνιδας, αλλά και τη ζωή της στο βόρειο Νέο Μεξικό.
Το περιοδικό δημοσίευσε πέντε από τις φωτογραφίες. Μια έκθεση στο μουσείο που φέρει το όνομά της στον τόπο που κατοικούσε, στη Σάντα Φε, συγκεντρώνει πολλές από τις αδημοσίευτες εικόνες του Βάρον, που αποτυπώνουν τη ζωγράφο κατά τη διάρκεια μιας πολύ λίγο τεκμηριωμένης περιόδου της ζωής της, χαλαρή στο σπίτι και το τοπίο που τόσο αγαπούσε.
Οι φωτογραφίες μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια διαφορετική ματιά στην καλλιτέχνιδα που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε ντυμένη στα μαύρα και με ύφος σοβαρό. Γελούσε, είχε χιούμορ και φορούσε και άλλα χρώματα εκτός από το μαύρο, και αυτό φαίνεται στις 22 φωτογραφίες που δεν έχουν εκτυπωθεί ποτέ πριν και έρχονται σε αντίθεση με την προσεκτικά κατασκευασμένη εικόνα της καλλιτέχνιδας. Ο Βάρον τράβηξε τις φωτογραφίες της στα σπίτια της στο Abiquiú και στο Ghost Ranch.
Οι δυο τους ήρθαν σε επαφή για πρώτη φορά όταν ο Βάρον φωτογράφισε το 1968 έναν από τους πίνακές της στη Νέα Υόρκη. Εκείνη την εποχή φωτογράφιζε κατά παραγγελία έργα τέχνης τόσο για το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης όσο και για το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Η O’Κίφι εντόπισε τη δουλειά του σε έναν κατάλογο του μουσείου. Έψαχνε για κάποιον που θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ακριβή καταγραφή των χρωματικών επιλογών της.
Οι φωτογραφίες μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια διαφορετική ματιά στην καλλιτέχνιδα που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε ντυμένη στα μαύρα και με ύφος σοβαρό. Γελούσε, είχε χιούμορ και φορούσε και άλλα χρώματα εκτός από το μαύρο, και αυτό φαίνεται στις 22 φωτογραφίες που δεν έχουν εκτυπωθεί ποτέ πριν και έρχονται σε αντίθεση με την προσεκτικά κατασκευασμένη εικόνα της καλλιτέχνιδας.
«Είχε πολύ καλή αντίληψη για το πώς να αποτυπώσει την αίσθηση ενός πίνακα», δήλωσε η επιμελήτρια του μουσείου Ariel Plotek «και να μεταφράσει τα έργα τέχνης σε αυτό το διαφορετικό μέσο»
Ο Βαρόν είχε εγκαταλείψει ένα διδακτορικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Κολούμπια για να φροντίσει την οικογένειά του. Η φωτογραφία τού έδωσε την ευελιξία που αναζητούσε. Κατέκτησε την τότε νέα τέχνη της έγχρωμης φωτογραφίας πειραματιζόμενος και διαβάζοντας βιβλία. Το 1966 φωτογράφισε μια έκθεση στο MoMA με γνωστούς ζωγράφους όπως οι Ρόμπερτ Μάδεργουελ και Φρανκ Στέλα. Δεν παρακολούθησε ποτέ μαθήματα φωτογραφίας.
«Κατάλαβα τον φωτισμό που χρειαζόταν για να μην έχει αντανάκλαση ο πίνακας» δήλωσε ο Βάρον. «Οι άνθρωποι στα μουσεία δεν γνώριζαν πολλά για τη φωτογραφία».
Σύντομα έγινε ο μόνος φωτογράφος που εμπιστευόταν η Ο’Κίφι και δημιούργησε και πολλά πορτρέτα της. Η μάνατζέρ της Ντόρις Μπράι ζήτησε από τον Βαρόν να έρθει στο Νέο Μεξικό για να φωτογραφίσει έναν πίνακα πλάτους 16 ποδιών με τίτλο «Sky Above Clouds IV» (1965), που κρεμόταν στο γκαράζ του Ghost Ranch. Ήταν η πρώτη του επίσκεψη στο Νέο Μεξικό.
«Έστησα τα φώτα μου», λέει ο Βάρον. «Φωτογράφισα τον πίνακα και κοιμήθηκα στο χωμάτινο πάτωμα του ράντσου». Έφυγε την επόμενη μέρα. Επέστρεψε το καλοκαίρι του 1977 και έμεινε στο σπίτι της Ο’Κίφι στο Abiquiú για δύο μήνες. Εκείνη προετοιμαζόταν για μια έκθεση στο Μουσείο Guggenheim.
Η στενή τους συνεργασία αναδεικνύει μια πιο ήπια πλευρά της ζωγράφου
«Είναι ανθρώπινα όντα, όποιοι κι αν είναι», έχει δηλώσει ο Βάρον. «Δεν έχει σημασία πόσο ιδιοφυείς είναι, λειτουργούν ως ανθρώπινα όντα. Ήταν αιχμηρή και δεν ήταν ανεκτική με τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να είναι κάτι που δεν ήταν. Ήταν προσιτή αν δεν ήσουν ένας από τους ανθρώπους που ήθελαν να αγγίξουν τα ρούχα της επειδή ήταν ένα είδωλο».
«Ο Χουάν Χάμιλτον (ο πολύ νεότερος εραστής και σύντροφός της) ήταν ο μόνος που μπορούσε να την κάνει να χαμογελάσει. Είχαν μια πολύ στενή, εύκολη φιλία. Αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον με μεγάλο σεβασμό. Αστειευόταν πολύ». Όλα ήταν πολύ χαλαρά και η ίδια ήταν άνετη, χωρίς να δείχνει αμηχανία μπροστά στην κάμερα. Ο Βάρον περνούσε πολύ χρόνο μαζί της στα σπίτια της, αλλά δίσταζε να αποκαλέσει τη σχέση που είχαν «φιλία».
Μια φορά, ο Βάρον απεικόνισε την Ο’Κίφι να κάθεται σε ένα γερασμένο δέντρο. Όπως λέει, «η O’Kίφι είχε πολλές ρυτίδες στο πρόσωπό της και ο φλοιός του δέντρου το αντιστάθμιζε αυτό». Πολλά από τα πορτρέτα του τη δείχνουν με το βουνό Pedernal στο φόντο, ένα βουνό που η ίδια αγάπησε και φωτογράφισε και ήταν ένα μεγάλο μέρος του οράματός της για το νοτιοδυτικό τοπίο.
Ο Βάρον συνέχισε να φωτογραφίζει έργα τέχνης πολύ μετά τον θάνατο της Ο’Κίφι το 1986. Πολλά από τα έργα της έκθεσης δεν της τα έδειξε ποτέ.