Με το αριστερό μπήκε το 2022 για την αγορά των γαλακτοκομικών και ειδικότερα για το γιαούρτι, με τις πωλήσεις να σημειώνουν αισθητή πτώση σε σχέση με το 2021.
Οι αυξημένες δαπάνες των νοικοκυριών για την εξυπηρέτηση πάγιων εξόδων, ήτοι οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, τα έξοδα για δάνεια, ενοίκια και βενζίνη, το κύμα ανατιμήσεων στα ράφια των σούπερ μάρκετ, αλλά και η έλλειψη των περσινών αγορών πανικού ελέω lockdown, «μίκρυναν» τον τζίρο ακόμη και των βασικών ειδών διατροφής, όπως τα γαλακτοκομικά, αναφέρουν στελέχη του λιανεμπορίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από τις μετρήσεις της NielsenIQ, κατά το πρώτο δίμηνο του 2022, οι πωλήσεις στο γιαούρτι εμφανίζουν πτώση 7,2% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2021, ενώ στο γάλα η μείωση διαμορφώνεται στο 5,1%.
Η αγορά των 214 εκατομμυρίων
Η πτωτική τάση εφέτος είναι συνέχεια των μειωμένων πωλήσεων που καταγράφηκαν το 2021.
Με βάση τα στοιχεία της από τη μέτρηση αγοράς που πραγματοποίησε η εταιρεία IRI, για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2021, η ελληνική αγορά γιαουρτιού, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι πωλήσεις για το παραδοσιακό γιαούρτι (σ.σ. αυτό με τη χαρακτηριστική πέτσα στην επιφάνεια), ήταν περίπου 54.700 μετρικοί τόνοι σε όγκο και περίπου 214 εκατομμύρια ευρώ σε αξία.
Το πανδημικό 2020 οι ποσότητες που πουλήθηκαν ήταν μεγαλύτερες (56.175 τόνοι), ενώ το 2019 ο όγκος πωλήσεων ήταν συνολικά 55.005 τόνοι. Αντίστοιχα οι πωλήσεις σε αξία το 2020 ήταν 222 εκατ. ευρώ, ενώ το 2019 ήταν 219 εκατ. ευρώ.
Να σημειωθεί ότι το γιαούρτι αποτελεί παραδοσιακά βασικό στοιχείο της ελληνικής διατροφής, ενώ σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου το γιαούρτι είναι συνήθως μόνο επιδόρπιο ή προϊόν πρωινού, στην Ελλάδα κυρίως καταναλώνεται ως αυτόνομο σνακ ή ως μέρος ενός γεύματος.
Ο ανταγωνισμός και ο «ανώνυμος» παίκτης
Η ελληνική αγορά γιαουρτιού είναι ιδιαιτέρως ανταγωνιστική με τους μεγάλους παίκτες να καταφεύγουν στην επιθετική τιμολογιακή πολιτική, προκειμένου να κρατήσουν αλώβητα τα μερίδιά τους.
Ακόμη και η ΦΑΓΕ, η οποία διατηρεί την πρώτη θέση από πλευράς πωλήσεων σε όγκο και σε αξία, αύξησε τις προσφορές για κρατήσει τη θέση της στην κορυφή. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εταιρεία της οικογένειας Φιλίππου το 2021 έχει υψηλότερο μερίδιο πωλήσεων σε όγκο (24,3%) από ότι πωλήσεων σε αξία (23,8%).
Ο δεύτερος παίκτης του κλάδου, η σερραϊκή γαλακτοβιομηχανία Κρι-Κρι αύξησε το μερίδιο της τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, ωστόσο όπως αναφέρει στις οικονομικές καταστάσεις για το 2021, η αύξηση των πωλήσεων δεν θα είναι εύκολη εφέτος, «καθώς η συνολική η αγορά των γιαουρτιών στην Ελλάδα δείχνει αδύναμη και είναι πτωτική στους πρώτους μήνες του 2022».
Σε ό,τι αφορά την αξία των πωλήσεων, τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η Vivartia (ΔΕΛΤΑ) με 16,1%, με την Κρι-Κρι στην τρίτη θέση (μερίδιο αγοράς 15%), ενώ ακολουθούν η Όλυμπος με 9,1%, η ιδιωτική ετικέτα με 7,7%, η Δωδώνη με 5,8%, η Μεβγάλ με 5,6%, η Danone με 4,4%, η Friesland/Campina με 3,3% και η Φάρμα Κουκάκη με 2,4%.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο τρίτος μεγαλύτερος παίκτης σε πωλούμενες ποσότητες γιαουρτιού στην Ελλάδα είναι τα «ανώνυμα» προϊόντα (ιδιωτική ετικέτα) που ουσιαστικά παρασκευάζονται από τις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες για λογαριασμό των σούπερ μάρκετ.