Όσοι υποτιμούν πολιτικά την Λε Πεν πράττουν μέγα λάθος, γιατί στρατηγικός της στόχος είναι να μετατραπεί στο πρόσωπο που ενσαρκώνει ένα νέο, λαϊκό και πατριωτικό «κέντρο», που έχει ως στέρεη βάση την πατριωτική δεξιά της Γαλλίας και κινείται με άνεση στα εκλογικά ύδατα του αριστερού ριζοσπαστιμού.
Η επικεφαλής της Εθνικής Συσπείρωσης ακολούθησε μια προεκλογική στρατηγική, η οποία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο χρόνους. Ο πρώτος εκτείνεται μέχρι τον πρώτο γύρο, ενώ ο δεύτερος λήγει οριστικά σε λίγες ώρες, οπότε και θα εκλεγεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Μέχρι και τον πρώτο γύρο, η Λε Πεν ήταν η γνωστή φλογερή μαχήτρια της γαλλικής ακροδεξιάς. Ο αγώνας της όμως παρουσίαζε μια σοβαρή ιδιαιτερότητα σε σχέση με αυτόν του 2017. Στα δεξιά του πολιτικού συνεχούς έπρεπε να αντιμετωπίσει την υποψηφιότητα του Ερίκ Ζεμούρ, που μπήκε δυναμικά στον προεκλογικό αγώνα και φερόταν από πολιτικούς αναλυτές ως ο επικρατέστερος αντίπαλος του κεντρώου Μακρόν. Η έμπειρη και ρεαλίστρια πολιτικός είχε απέναντί της μια αξιοπρόσεκτη υποψηφιότητα που της αφαιρούσε ολόκληρες σφαίρες από τον ζωτικό πολιτικό της χώρο. Για να μπορέσει να καθιερωθεί ως η κύρια αντίπαλος του Γάλλου Προέδρου, έπρεπε εκ των πραγμάτων να κυριαρχήσει πολιτικά του Ζεμούρ. Τα κατάφερε χάρη σε εξαιρετικά προσεγμένες διατυπώσεις απέναντι στον Γάλλο δημοσιογράφο, αλλά και χάρη στα κρούσματα οίησης του πολλά υποσχόμενου Ζεμούρ που εκτροχιάστηκε σε ακραία ομοφοβικά και ρατσιστικά ξεσπάσματα.
Έχοντας θέσει τον πρώην δημοσιογράφο της Φιγκαρό στο περιθώριο των κεντρικών πολιτικών εξελίξεων στο χώρο της σκληρής και της άκρας δεξιάς, έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Μακρόν, τον σχεδόν μόνιμό της αντίπαλο, τον άνθρωπο που στοιχειώνει την φιλοδοξία της για τα Ηλύσια. Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κάποιος, η Λε Πεν προτίμησε να λειάνει πολλές από τις όψεις του αιχμηρού λόγου της σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών, δημόσιας τάξης και επικεντρώθηκε σε θέματα που άπτονται της κοινωνικοοικονομικής ατζέντας, εκεί όπου διαπρέπει ο αριστερός ριζοσπαστισμός. Η μειωμένη αγοραστική δύναμη των Γάλλων, η άνοδος του πληθωρισμού και το δημόσιο χρέος έγιναν τα αγαπημένα της θέματα. Όμως, δεν ύψωσε ποτέ υπέρμετρα τους τόνους της πολιτικής αντιπαράθεσης, κάτι που επιβεβαιώθηκε και στην πρόσφατη τηλεμαχία της με τον κεντρώο Μακρόν.
Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία. Η Λε Πεν αυτό επιθυμεί μεσοπρόθεσμα: να μετατραπεί σε μια νέα «κεντρώα», μια «κεντρώα» της λαϊκής και πατριωτικής δεξιάς που μπορεί να αλιεύει με άνεση στα νερά της ριζοσπαστικής αριστεράς της Χώρας της. Φιλοδοξεί να διατηρήσει τη λαϊκότητα της εκλογικής της βάσης, την (όχι και τόσο άδολη) φιλοπατρία της άκαμπτης δεξιάς, να τονώσει ακόμη περισσότερο το κοινωνικό της προφίλ υφαρπάζοντας έτσι ψήφους και συμπάθειες από την εκλογική βάση του αριστερού ριζοσπαστισμού, αφήνοντας στον μετριοπαθή Μακρόν την πολιτική έκφραση των δυναμικά ανερχομένων μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, της διαμορφούμενης νέας αστικής τάξης, των πιο μορφωμένων και ανήσυχων τμημάτων της νεολαίας.
Προφανώς, το εγχείρημα αυτό δεν είναι εύκολο στην εφαρμογή του, πόσο μάλλον που έχει ήδη υπάρξει δημόσια τοποθέτησή της σε περίπτωση νέας ήττας από τον Μακρόν. Οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονται σε μόλις δυο μήνες και αναδεικνύουν Πρωθυπουργό, τον έτερο πόλο της εκτελεστικής εξουσίας στη Γαλλία. Η διαγραφόμενη ήττα της θεωρείται – το υποστηρίξαμε από την αρχή – περίπου δεδομένη. Στην πολιτική, όπως και αλλού στη ζωή, υπάρχουν νίκες που μετράνε για ήττες και ήττες που μετράνε για νίκες. Αρκεί βέβαια να υπάρξει πριν από όλα όχι μόνον η σκέψη, αλλά και η οριστική σχετική βούληση της Λε Πεν.