Μετά την εκδήλωση του φιλορωσικού ρεύματος και σε μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, ένα ρεύμα που εκφράστηκε πολιτικά άλλοτε σε υψηλούς ρητορικούς τόνους και άλλοτε με επιδέξιες λεκτικές καντρίλιες, αρχίζει να κατακάθεται η επικοινωνιακή σκόνη που αρχικά σηκώθηκε και να εδραιώνεται σε διαρκώς και περισσότερους πολίτες η άποψη, ότι μάλλον αυθαιρετεί κάποιος όταν εκλαμβάνει ως οικονομικά ισοϋψείς Δύση και Ρωσία σε αυτόν τον ταραγμένο διπολικό κόσμο. Όχι μόνο γιατί η ίδια η πραγματικότητα εξασθενεί το ισοπεδωτικό και απλοϊκό σχήμα «Δύση = ΝΑΤΟ = Ευρωπαϊκή Ένωση = Αμερική», αλλά γιατί, ταυτόχρονα, τα δεδομένα της οικονομικής Ρωσίας θέτουν υπό αμφισβήτηση την ισομέρεια των δύο αυτών πόλων του δυισμού.
Η Ρωσία υπό τον Πούτιν δεν είναι η οικονομική και τεχνολογική υπερδύναμη, που, επί αρκετά χρόνια, βρισκόταν σε χειμερία νάρκη και μόλις άρχισε να δείχνει τα δόντια της στην (πάντα ύποπτη) Δύση.
Σε αυτό συμβάλλουν η οικονομική αποδυνάμωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας λόγω των κυρώσεων, καθώς επίσης και η τεχνολογική της υστέρηση σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη και τα τεχνολογικά επιτεύγματα των Δυτικών.
Σημαντικές οικονομικές καχεξίες
Ήδη, όμως, το 2014, η Μόσχα υπέστη τις πρώτες οικονομικές κυρώσεις από την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά ως απάντηση στην προσάρτηση της Κριμαίας. Τότε επρόκειτο για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και περιοριστικά μέτρα, που έπληξαν 185 άτομα και 48 οντότητες. Αυτά τα πρώτα μέτρα επηρέασαν αρνητικά την οικονομία της Ρωσίας και τα στοιχεία της οποίας επιβεβαίωσαν την είσοδο της Ρωσίας σε ύφεση, με αύξηση του ΑΕΠ κατά -2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2015 σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2014.
Επιπλέον, η συνδυασμένη επίδραση αυτών των κυρώσεων και η πτώση των τιμών του πετρελαίου προκάλεσαν πολύ ισχυρές καθοδικές πιέσεις στην αξία του ρωσικού εθνικού νομίσματος και αύξησαν τη φυγή κεφαλαίων, με συνέπεια οι εξαγωγές να πέφτουν κατακόρυφα και οι τιμές των τροφίμων να αυξάνονται κατακόρυφα.
Τεχνολογικός γίγαντας με πήλινα πόδια
Αλλά η Ρωσία είναι, επίσης, πολύ ευάλωτη και στο τεχνολογικό πεδίο. Αυτή η εξάρτηση χρονολογείται από πολύ παλιά, από τη σοβιετική εποχή, όταν η ΕΣΣΔ εξήγαγε περισσότερες μηχανές και εργαλειομηχανές από όσες εισήγαγε, γνωρίζοντας ότι η αξία αυτών των εισαγωγών υπερέβαινε κατά επτά ή, μερικές φορές, και δέκα φορές αυτή των εξαγωγών. Αυτό το μοτίβο συνεχίζεται και σήμερα, στο βαθμό που η χώρα δεν μπορεί να παράγει εξελιγμένα μηχανήματα, εν μέρει επειδή άφησε να παρακμάσει ό,τι απέμεινε από τις βιομηχανικές ικανότητες που κληρονομήθηκαν από την σοβιετική εποχή.
Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου – τουλάχιστον κατά τις δύο πρώτες θητείες του Πούτιν – ολοκλήρωσε ακόμη και την καταδίκη αυτής της τεχνογνωσίας, επειδή η Ρωσία ευνοούσε τις επενδύσεις στην παραγωγή ενέργειας, κάνοντας μαζική χρήση τεράστιων αγορών ξένης τεχνολογίας. Οι ρωσικές εταιρείες του κλάδου εισάγουν πράγματι περισσότερο από το ήμισυ του εξοπλισμού τους και, μάλιστα, το 90% όταν πρόκειται για υπεράκτια τεχνολογία και υδραυλικές ρωγμές.
Η ίδια η ρωσική άμυνα εξακολουθεί να εισάγει σχεδόν το 30% των προηγμένων ηλεκτρονικών της. Εάν η εθνική βιομηχανία παράγει, για παράδειγμα, περισσότερο από το 80% των αναγκών της σε κατασκευαστικές εργασίες, τσιμεντοβιομηχανίες και γερανούς, πρέπει από την άλλη να εισάγει το 100% των μηχανημάτων λέιζερ που χρησιμοποιεί. Συνολικά, η πολιτική που αποσκοπούσε στη σταδιακή αντικατάσταση των εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή μέσω επενδύσεων έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής αποτυχημένη.
Στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο σημαντικότερος προμηθευτής στρατηγικού εξοπλισμού της Ρωσίας και δεν είναι η Κίνα που θα αναλάβει – ακόμα κι αν ένα από αυτά τα κομμάτια εξοπλισμού πωλείται κατά μέσο όρο για 1.000 δολάρια, έναντι 100.000 για το γερμανικό ή ελβετικό αντίστοιχο. Η Κίνα δεν διαθέτει επίσης την υψηλή τεχνολογία που είναι απαραίτητη για την κατασκευή ορισμένων εξαρτημάτων, ιδίως σε αεριωθούμενα αεροσκάφη, τα οποία εισάγει κατά 40% από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτή η μεγάλη αδυναμία της ρωσικής οικονομίας είναι διαρθρωτική επειδή η δραστηριότητα εκεί ελέγχεται από λίγους κρατικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων ή από μια μειοψηφία ανθρώπων που αλληλεξαρτώνται στενά. Σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο είναι ιδιαίτερα αντιπαραγωγικό, παρόλο που οι τιμές των τροφίμων είχαν ήδη εκτοξευθεί κατά περισσότερο από 30% πριν από την πανδημία της Covid – 19 λόγω των ανεπαρκειών του αγροτικού τομέα και λόγω των πρώτων κυρώσεων, η Ρωσία κινδυνεύει να δυσκολευτεί να υπερβεί τις επιπτώσεις νέων αντιποίνων εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.